«Ὅτι ἡ διοίκησις αὕτη θέλει εἶναι προσωρινὴ μέν, ἀλλὰ σταθερά, μέχρις ὅτου τὸ ἔθνος, Θεοῦ συνευδοκοῦντος, ἐπιτύχῃ ἥσυχον καὶ ἁρμόδιον καιρόν, ἵνα συστήσῃ τελειοτέραν Διοίκησιν».
Α΄ ψήφισμα του Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας, Επίδαυρος, 27 Δεκεμβρίου 1821
Οι εξελίξεις της Επανάστασης υποχρέωσαν τους φορείς της, ήδη από τις πρώτες μέρες της έκρηξής της, να οργανωθούν σε αρμόδια πολιτικά σώματα. Η Μεσσηνιακή Σύγκλητος, που ιδρύθηκε από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα (23 Μαρτίου 1821), έθεσε τα πρότυπα της δομής και της δράσης όλων των μετέπειτα τοπικών διοικητικών αρχών του Αγώνα: σύσταση από μέλη της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας της επαρχίας, προσπάθεια οργάνωσης ορισμένων στοιχειωδών υπηρεσιών, τροφοδοσία των μαχόμενων σωμάτων και, κυρίως, κοινοποίηση της Επανάστασης στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις μέσω προκηρύξεων. Αντίστοιχη δράση θα αναλάβει και το Αχαϊκόν Διευθυντήριον υπό τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και άλλους αχαιούς προκρίτους και ιερείς, πρώτα στην Πάτρα (26 Μαρτίου) και στη συνέχεια στα Καλάβρυτα (3 Απριλίου 1821). Στο εξής, κάθε επαρχία ή νησί που θα έπαιρνε τα όπλα εναντίον της Αυτοκρατορίας, θα συγκροτούσε σχεδόν ταυτόχρονα και την πολιτική αρχή του. Οι Διοικήσεις, Αρχές, Εφορείες, Βουλές, Κοινότητες και Καγκελαρίες που ιδρύθηκαν από τον Μάρτιο έως και τον Ιούνιο του 1821 σε Πελοπόννησο, Ανατολική Στερεά, Θεσσαλία, Χαλκιδική, Κυκλάδες, Κρήτη, Δωδεκάνησα και Σαρωνικό, πιστοποιούσαν τη γνήσια επαναστατική πολιτική προοπτική του Αγώνα.
Η ανάγκη, όμως, συντονισμού της ένοπλης δράσης αλλά και η όξυνση των ανταγωνισμών για την πολιτική πρωτοκαθεδρία, οδήγησαν σύντομα στην προσπάθεια οργάνωσης ευρύτερων περιφερειακών αρχών, που θα συγκροτούνταν με περισσότερο αντιπροσωπευτικό τρόπο και βάσει καταστατικών κανόνων. Στις 26 Μαΐου 1821 σε συνέλευση των ισχυρότερων παραγόντων του τόπου, στη Μονή Καλτετζών, ιδρύθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία. Στις 9 και 15 Νοεμβρίου, συστάθηκε η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και ο Άρειος Πάγος από αντίστοιχες συνελεύσεις εκπροσώπων των επαρχιών της Δυτικής και της Ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας στο Μεσολόγγι και τα Σάλωνα (Άμφισσα).
Τα τρία αυτά τοπικά πολιτεύματα και τα όργανά τους αποτέλεσαν το τελευταίο βήμα πριν από τη συγκρότηση μιας ενιαίας Διοίκησης και ενός συντάγματος όλων των επαναστατημένων Ελλήνων. Προσέφεραν την απαραίτητη εμπειρία, κατέδειξαν τις δυνατότητες αλλά και τα όρια μιας ευρείας πολιτικής συγκρότησης, εκπαίδευσαν τους επαναστάτες στις μεθόδους της διοίκησης και το πολιτειακό λεξιλόγιο, προσπάθησαν να θέσουν κανόνες στους ηγετικούς ανταγωνισμούς. Για ενάμισι περίπου έτος λειτουργούσαν παράλληλα με τη Γενική Διοίκηση, συντηρώντας μια οιονεί ομοσπονδιακή διακυβέρνηση. Γρήγορα, όμως, έγινε φανερό ότι ένα τόσο περίπλοκο σύστημα διοίκησης δεν ήταν λειτουργικό, με αποτέλεσμα η Εθνοσυνέλευση του Άστρους, στις 30 Μαρτίου 1823, να αποφασίσει την κατάργησή τους.
Παράλληλα με τις διεργασίες αυτές, η Σάμος και η Κρήτη ψήφιζαν τους δικούς τους οργανικούς νόμους σε τοπικές συνελεύσεις. Το Πολιτικόν Σύστημα Σάμου (Χώρα Βαθέος, 12 Μαΐου 1821) και το Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης (Αρμένοι, 20 Μαΐου 1822) στάθηκαν οι αφετηρίες ιδιαίτερων πολιτειακών διαδρομών. Η εμπειρία αυτής της πολιτικής οργάνωσης, μάλιστα, θα λειτουργήσει στις επόμενες δεκαετίες ως παρακαταθήκη διεκδικήσεων ελευθεριών για τις δύο περιοχές της Αυτοκρατορίας.
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ