«Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος,
Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη ὀθωμανικὴν δυναστείαν, μὴ δυνάμενον νὰ φέρῃ τὸν βαρύτατον καὶ ἀπαραδειγμάτιστον ζυγὸν τῆς τυραννίας, καὶ ἀποσεῖσαν αὐτὸν μὲ μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διὰ τῶν νομίμων παραστατῶν του, εἰς Ἐθνικὴν συνηγμένων Συνέλευσιν, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, τὴν Πολιτικὴν αὑτοῦ Ὕπαρξιν καὶ Ἀνεξαρτησίαν.
Ἐν Ἐπιδαύρῳ τὴν α´ Ἰανουαρίου ἔτει ,αωκβ´ καὶ Α´ τῆς Ἀνεξαρτησίας».
Διακήρυξη του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος
«Πᾶς Ἕλλην δὶς καὶ τρὶς καὶ τετράκις καὶ πάλιν ὀφείλει νὰ ἀναγνώσῃ καὶ ἀπὸ στήθους μάθῃ αὐτήν (: τη Διακήρυξη)».
Ν. Ν. Σαρίπολος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου και Γενικού Δημοσίου Δικαίου, τόμ. Α΄, Αθήνα 1903.
Εξίσου σημαντικό με το γεγονός καθαυτό της σύγκλησης της Εθνοσυνέλευσης ήταν και το πολιτειακό και διοικητικό έργο που παρήχθη από τους πληρεξούσιους και τους συνεργάτες τους.
Το Σύνταγμα χαρακτηρίστηκε προσωρινόν λόγω της ανάγκης καθησυχασμού των ευρωπαϊκών Αυλών στην –αρνητική για Επαναστάσεις– συγκυρία της εποχής, και της πρόθεσης των Ελλήνων να ψηφίσουν ένα αντίστοιχο οριστικό μετά την επίσημη αναγνώριση του κράτους τους.
Πρωτεύουσα θέση σ’ αυτό έχουν η διακήρυξη και διασφάλιση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων (Γενικά Δικαιώματα). Εδώ, περισσότερο από παντού, είναι προφανής ο διάλογος των φιλελεύθερων πολιτικών ηγετών της Επανάστασης με τα πρωτοπόρα συνταγματικά κείμενα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι γεγονός πως πολλές από τις πλέον ριζοσπαστικές, δημοκρατικές διατάξεις των γαλλικών συνταγμάτων απουσιάζουν από το Σύνταγμα της Επιδαύρου. Η διστακτικότητα αυτή οφειλόταν στις σκληρές πολεμικές συνθήκες του Αγώνα, οι οποίες δεν επέτρεπαν την απρόσκοπτη εφαρμογή όλων των δημοκρατικών προταγμάτων, αλλά και στη μετριοπάθεια ή και συντηρητικότητα των συντακτών του Πολιτεύματος, οι οποίοι προσπαθούσαν να αποσυνδέσουν την εθνική και πολιτική διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης από μηνύματα κοινωνικής ανατροπής.
Το Σύνταγμα προέβλεπε ένα σύστημα πολυαρχικό, αποτέλεσμα τόσο της καχυποψίας των επαναστατών απέναντι σε κάθε συγκεντρωτική εξουσία, όσο και των απαραίτητων συμβιβασμών των πολλών μνηστήρων της επαναστατικής ηγεσίας. Τα δύο ανώτατα όργανα της Υπερτάτης Διοικήσεως, το Εκτελεστικόν και το Βουλευτικόν αλληλοελέγχονταν, νομοθετούσαν και κυριαρχούσαν επί της διορισμένης κυβέρνησης, του Συμβουλίου των Μινίστρων. Τέλος, οριζόταν η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, αλλά η οριστική οργάνωσή της μετατίθετο για άλλους, πιο κατάλληλους καιρούς.
Το Προσωρινόν Πολίτευμα, ακόμα και μετά τον εμπλουτισμό του στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους, όπου και ονομάστηκε Νόμος της Επιδαύρου, δεν κατόρθωσε να προσφέρει στους επαναστάτες τις προϋποθέσεις σταθερότητας που χρειάζονταν. Η αντίθεση Εκτελεστικού και Βουλευτικού, χωρίς να είναι η αιτία των εμφύλιων συγκρούσεων που ακολούθησαν, αποτέλεσε το πρόσχημά τους. Πολλές από τις αδυναμίες αυτές τελικά θα θεραπευτούν με το Σύνταγμα της Τροιζήνας, το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος.
Η πραγματική, όμως, αξία του Συντάγματος της Επιδαύρου είναι έμμεση και μακροπρόθεσμη. Με τον πρώτο αυτόν καταστατικό χάρτη ξεκινούσε η μαθητεία των παλαιών ραγιάδων, ως πολιτών πλέον, στις αρχές του Κράτους Δικαίου. Σε μια περίοδο που ελάχιστα κράτη στον κόσμο διέθεταν γραπτά συντάγματα, οι Έλληνες επαναστάτες γίνονταν απόστολοι μιας νέας εποχής που αναδυόταν, αυτής των εθνικών κρατών, των πολιτικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ