Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας καλούνταν να διαχειριστεί την εξωτερική κρίση με την Τουρκία και ταυτόχρονα να αποτρέψει δυναμικές παρεμβάσεις ή και απόπειρα νέου πραξικοπήματος από νοσταλγούς της δικτατορίας. Και όλα αυτά μέσα σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, εξαιτίας των συνεπειών της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης. Η επίτευξη πολιτικής συναίνεσης και η σφυρηλάτηση της εθνικής ομοψυχίας στο μέγιστο δυνατό βαθμό συνιστούσαν αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική δημοκρατική εξομάλυνση αλλά και την αποφυγή της πολιτικής αστάθειας και μιας ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης.
Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας επιτέλεσε σημαντικό έργο, ιδίως στο πεδίο της εξομάλυνσης της πολιτικής ζωής και της αποκατάστασης των ελευθεριών. Ωστόσο, οι τομές που απαιτούσαν οι περιστάσεις καθιστούσαν επιβεβλημένη την προσφυγή στις κάλπες. Στις 19 Σεπτεμβρίου εγκρίθηκε ο εκλογικός νόμος, που προέβλεπε σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, και στις 23 του ίδιου μήνα εκδόθηκε διάταγμα για την επαναλειτουργία των κομμάτων. Ταυτόχρονα, νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, η λειτουργία του οποίου είχε απαγορευτεί στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (Δεκέμβριος 1947). Εν τω μεταξύ, είχαν ξεκινήσει οι ζυμώσεις για την αναβίωση ή την ίδρυση νέων πολιτικών σχηματισμών. Οι Εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 διεξήχθησαν με υποδειγματική τάξη, καταδεικνύοντας το μέγεθος της ποιοτικής αλλαγής που είχε συντελεστεί τόσο στην ελληνική πολιτική σκηνή, όσο και στην κοινωνία μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατήγαγε εκλογικό θρίαμβο εξασφαλίζοντας μεγάλη πλειοψηφία στη νέα Βουλή. Τα αποτελέσματα ήταν: ΝΔ 54,3% (220 βουλευτές), Ένωσις Κέντρου - Νέες Δυνάμεις 20,4% (60 βουλευτές), ΠΑΣΟΚ 13,6% (12 βουλευτές), Ενωμένη Αριστερά 9,5% (8 βουλευτές).
Η τουρκική αδιαλλαξία οδήγησε σε ναυάγιο τη διάσκεψη στη Γενεύη για το Κυπριακό. Οι Τούρκοι, με ενισχυμένες δυνάμεις, εξαπέλυσαν τον ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ (14-16 Αυγούστου 1974), καταλαμβάνοντας το 37% της επικράτειας της Κύπρου. Η διεθνής καταδίκη δεν αποθάρρυνε τους εισβολείς, καθώς δεν συνοδεύτηκε από λήψη ουσιαστικών μέτρων εναντίον της Άγκυρας. Ανήμπορη να αντιδράσει στρατιωτικά, η Ελλάδα επέλεξε να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η τουρκική προέλαση και η de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου προκάλεσε μεγάλο προσφυγικό κύμα Ελληνοκυπρίων (και μικρότερο Τουρκοκυπρίων), με δραματικές συνέπειες για την κυπριακή κοινωνία και την οικονομία. Παράλληλα, από τις αρχές Αυγούστου η Τουρκία προχώρησε σε έμπρακτη αμφισβήτηση του status quo στο Αιγαίο. Η πολυμέτωπη αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, που είχε εκκινήσει ήδη από το 1973, κλιμακώθηκε κατά τους επόμενους μήνες.
Τα γεγονότα αυτά και η πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, σηματοδότησαν μια νέα εποχή στην ελληνική εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Τόσο η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, ήδη από τον Αύγουστο του 1974, και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μετά τη νίκη της στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, κινήθηκαν δραστήρια με βάση τους παρακάτω άξονες:
α) αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ –αλλά όχι συνολικά από τη Συμμαχία–·
β) κλιμάκωση της διπλωματικής δραστηριοποίησης, σε στενή συνεργασία με την ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, για εξεύρεση δίκαιης, ειρηνικής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού ζητήματος·
γ) διπλωματική και στρατιωτική εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής·
δ) επανένταξη στο Συμβούλιο της Ευρώπης, επανεκκίνηση της διαδικασίας σύνδεσης και τελικά υποβολή αίτησης για ένταξη στην ΕΟΚ·
ε) σύσφιγξη των σχέσεων με τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης –πρωτίστως τη Γαλλία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας·
στ) εξομάλυνση των σχέσεων και προώθηση της συνεργασίας με τα κράτη της Βαλκανικής.
Παράλληλα, στον τομέα της ασφάλειας προωθήθηκε η ανασυγκρότηση και ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων.
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ