Οι νομοί Δράμας και Καβάλας είναι δύο νομοί κομβικοί για την προσφυγική εγκατάσταση μετά το 1922. Μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε εκεί (ο μεγαλύτερος ποσοστιαία, σε όλη την Ελλάδα), μεταμορφώνοντας χωροταξικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά την περιοχή. Έτσι, το Ίδρυμα της Βουλής, σχεδόν αυτονόητα, το 2022, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ανάμεσα στις άλλες δράσεις του, οργάνωσε συνέδριο με τίτλο Οι πρόσφυγες του 1922 και η δημιουργία της νέας Ανατολικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με τους δήμους Δράμας και Καβάλας. Πολλοί από τους ομιλητές και τις ομιλήτριες ήταν επιστήμονες που ζουν και εργάζονται στις δύο αυτές πόλεις, και συνεπώς το συνέδριο αποτέλεσε και έναν καθρέφτη του πλούσιου επιστημονικού δυναμικού του τόπου. Τα πρακτικά του συνεδρίου, που εκδόθηκαν πρόσφατα από το Ίδρυμα, παρουσιάστηκαν στη Δράμα, στις 22 Μαρτίου 2025.
Την εκδήλωση οργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής, σε συνεργασία με τον Δήμο Δράμας και τον Πολιτιστικό Οργανισμό-Δημοτικό Ωδείο Δράμας.
Ο πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης, συντονιστής της εκδήλωσης, ανέφερε ότι ο τόμος είναι σημαντικός όχι μόνο για την τοπική ιστορία, αλλά γενικότερα για την ιστορία της χώρας. Η Δράμα, επισήμανε, αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, λόγω του μεγάλου μουσουλμανικού πληθυσμού, ο οποίος, όταν αποχώρησε, άφησε πίσω κτήματα και σπίτια, και έτσι ο νομός μπόρεσε να υποδεχτεί πολυπληθείς πρόσφυγες. Στη συνέχεια παρουσίασε τις δύο ομιλήτριες και τους έδωσε τον λόγο.
Η Γεωργία Μπακάλη (δρ Ιστορίας, ΑΠΘ) αναφέρθηκε καταρχάς σε όσους και όσες, ήδη από τη δεκαετία του 1980, έθεσαν τις βάσεις της μελέτης της τοπικής ιστορίας και του πολιτισμού, σημειώνοντας πως το συνέδριο και η έκδοση αποτελούν μια δικαίωση των προσπαθειών και των οραμάτων τους. Στη συνέχεια, επικεντρωνόμενη στη Δράμα, αναφέρθηκε στην προσφυγική εγκατάσταση, με έμφαση στην οικιστική και χωροταξική διάστασή της, ως μείζον γεγονός που διαμόρφωσε τον τόπο. Οι μελέτες του τόμου, είπε, παρέχουν τη δυνατότητα αναστοχασμού, πέρα από νοσταλγικές και εξιδανικευτικές αναπολήσεις ή τις συζητήσεις που εμμένουν στη θυματοποίηση και στο τραύμα του 1922. Η δημιουργία της νέας Ανατολικής Μακεδονίας, συνιστά μια ευκαιρία για να ξαναδούμε τους πρόσφυγες ως «δρώντα υποκείμενα», που μπόρεσαν τελικά να ορίσουν τη ζωή τους ατομικά και συλλογικά, ενώ μέσα από αντιξοότητες, απογοητεύσεις και συγκρούσεις κατάφεραν να αλληλεπιδράσουν με τους ντόπιους, αλλάζοντας την εικόνα και την ιστορική πορεία της Δράμας και της Ελλάδας.
Η Γεωργία Βλαχοδήμου (δρ Ιστορίας, ΑΠΘ) επικεντρώθηκε στην πολιτική συμπεριφορά και τις αλλαγές στο πολιτικό τοπίο που επέφερε η έλευση των προσφύγων. Αναφέρθηκε καταρχάς στην πρόσδεσή τους στον Ελευθέριο Βενιζέλο, η οποία χαλάρωσε μετά το 1930 και την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου, το οποίο σηματοδότησε το τέλος των ελπίδων των προσφύγων για επιστροφή. Μίλησε επίσης για τη δυναμική και την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Ανατολική Μακεδονία, ιδίως στις πόλεις της Δράμας και της Καβάλας, καθώς και στον «κόκκινο» δήμαρχο της δεύτερης, Μήτσο Παρτσαλίδη. Επίσης, αναφέρθηκε σε σημαντικές πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής από τη Δράμα, με επικεφαλής τον Λάμπρο Λαμπριανίδη, κορυφαία μορφή του προσφυγικού ελληνισμού, ο οποίος πρωτοεκλέγεται το 1926 βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων (ενώ το 1951 και το 1952, στο τέλος της καριέρας του με τον Ελληνικό Συναγερμό). Το μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο του Βενιζέλου, που ανακόπτεται από την οικονομική κρίση, θα ολοκληρώσει μεταπολεμικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επισήμανε η ομιλήτρια.
Η προσφυγιά βιώθηκε ως «κατάρα» από τους ανθρώπους που την υπέστησαν· και όμως, τελικά, κατάφεραν να μετατρέψουν τη δύσκολη αυτή εμπειρία σε «ευλογία». Τα ίχνη τους είναι ευδιάκριτα παντού: στα έργα τους, τους τόπους, τους ανθρώπους. Το Ίδρυμα της Βουλής μερίμνησε, με πολλές δράσεις του σε όλη τη χώρα, να τιμήσει τη μνήμη και τις μνήμες των προσφύγων του 1922 και να αποτιμήσει επιστημονικά τον μεγάλο μετασχηματισμό που προκάλεσε η έλευσή τους. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι δύο πρόσφατες εκδηλώσεις στην Καβάλα και τη Δράμα.