Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και το Συμβούλιο της Επικρατείας oργάνωσαν την Τετάρτη 6 Απριλίου εκδήλωση με θέμα «Θεσμοί του Κράτους Δικαίου και της πολιτικής στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας». Σε αυτή αναδείχθηκε η καθοριστική συμβολή του ΣτΕ στην εξέλιξη των θεσμών, καθώς και της πολιτικής κουλτούρας, της προστασίας των δικαιωμάτων και, γενικότερα, της συγκρότησης ενός σύγχρονου κράτους.
Ξεκινώντας, η συντονίστρια, Ισμήνη Κριάρη (καθηγήτρια και τ. πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής) εξέφρασε τη χαρά της για την εκδήλωση, η οποία, όπως είπε, εντάσσεται στο πλαίσιο της συνεργασίας του Ιδρύματος και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακολούθησαν οι χαιρετισμοί της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, του Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Αν. Τασούλα, του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, πρ. πρωθυπουργού και πρ. Προέδρου του ΣτΕ Παναγιώτη Πικραμμένου, και του Προέδρου του ΣτΕ Δημητρίου Σκαλτσούνη.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στον γραπτό χαιρετισμό της, επισήμανε ότι στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου η αυστηρή τήρηση του Συντάγματος και η εγγύηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων νοηματοδοτεί τη θέση του δικαστή. Η μακρά παράδοση του δικαστικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, συνέχισε, δημιούργησε μια κρίσιμη και αναγκαία συνθήκη για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματός μας. Ο δικαστής, τόνισε, οφείλει να αναγνωρίσει τη διακριτική ευχέρεια της πολιτικής εξουσίας, σεβόμενος τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, χωρίς να υπονομεύεται η κανονιστικότητα και δεσμευτικότητα του Συντάγματος. Η διαρκής αναζήτηση και διασφάλιση της εύλογης ισορροπίας ανάμεσα στην επινόηση και τον πραγματισμό της πολιτικής, αφενός, και στη διαφύλαξη του δικαίου, αφετέρου, συνιστά τη μείζονα πρόκληση για τον δικαστή της εποχής μας, κατέληξε.
Ο Πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας, εξέφρασε καταρχάς τη χαρά του για τη συνεργασία του Ιδρύματος της Βουλής και του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνει και την έρευνα της ιστορίας του ΣτΕ. Τόνισε την κρίσιμη σημασία της στάθμισης στη δικαστική κρίση, ενώ χαρακτήρισε το ΣτΕ ως το πλέον πολιτικό δικαστήριο. Αναφέρθηκε στη «δικαστικοποίηση της πολιτικής (ή πολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης)», όπως έχουν χαρακτηρίσει πολλοί την τάση ποικίλες πολιτικές υποθέσεις να οδηγούνται στο ΣτΕ, ενώ επισήμανε δύο σημαντικές αδυναμίες που επιδεικνύουν ενίοτε πρόσωπα στους χώρους της πολιτικής και της Δικαιοσύνης: τη δημαγωγία και τις μεγάλες καθυστερήσεις, αντίστοιχα. Και ολοκλήρωσε με την επιγραμματική ρήση δικαστή του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου της Γαλλίας, τα χρόνια μετά τον Ναπολέοντα, ο οποίος, απαντώντας σε ευχαριστήρια επιστολή της κυβέρνησης, απάντησε: Αποστολή της Δικαιοσύνης είναι να εκδίδει αποφάσεις, και όχι να προσφέρει υπηρεσίες.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, πρ. πρωθυπουργός και πρ. Προέδρος του ΣτΕ Παναγιώτης Πικραμμένος ξεκίνησε με τις προσωπικές του αναμνήσεις από το ΣτΕ, στα πρώτα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Επισήμανε, στη συνέχεια, το μεγάλο πρόβλημα της καθυστέρησης στην έκδοση των αποφάσεων και ανέδειξε τον καταλυτικό το ρόλο του Δικαστηρίου σε πολλά πεδία. Όπως τόνισε, το ΣτΕ, με τη νομολογία του, διαμόρφωσε το ελληνικό δημόσιο δίκαιο, έθεσε τα όρια της κυβερνητικής και κοινοβουλευτικής δράσης, καθοδήγησε τη δράση της δημόσιας διοίκησης, επηρέασε την οικονομική ζωή, προστάτευσε τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθόρισε τη σχέση Εκκλησίας και κράτους, καθώς και τον έλεγχο των διεθνών συμβάσεων.
Ο Πρόεδρος του ΣτΕ Δημήτριος Σκαλτσούνης αναφέρθηκε στον στενό δεσμό της Βουλής και του ανωτάτου διοικητικού Δικαστηρίου. Ο δεσμός αυτός είναι, είπε, νομικός, αλλά και πραγματικός, καθώς το ΣτΕ συμβίωσε στο κτίριο της Βουλής επί σειρά ετών από το 1934 μέχρι το 1992 – μια συμβίωση έμπλεη συμβολισμών. Και ολοκλήρωσε αναφερόμενος στη συνεργασία του Ιδρύματος της Βουλής με την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ και στη μελέτη της ιστορίας του θεσμού, μια μελέτη που, όπως είπε, μπορεί και πρέπει να γίνει με τρόπο στοχαστικό και κριτικό, αν και όχι κατ’ ανάγκην επικριτικό, ο οποίος θα συμβάλλει στην ουσιαστική κατανόηση.
Ακολούθησαν οι ομιλίες των καθηγητών Παύλου Σούρλα και Σπυρίδωνος Βλαχόπουλου, καθώς και των παρέδρων του ΣτΕ, Δημητρίου Πυργάκη και Ευάγγελου Αργυρού.
Ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρ. γ.γ. του Ιδρύματος της Βουλής Παύλος Σούρλας μίλησε με θέμα «Οι αρχές του Κράτους Δικαίου και ο δικαστικός έλεγχος της τήρησής τους». Χαρακτήρισε την ίδρυση του ΣτΕ τη μεγαλύτερη θεσμική καινοτομία στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, στην κατεύθυνση της προστασίας του Κράτους Δικαίου. Μίλησε για τις ιστορικές ρίζες του Κράτους Δικαίου στις τρεις «πατρίδες» του (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία), ενώ ανέπτυξε σκέψεις για τη λειτουργία του ως θεσμικού πυλώνα μιας ευνομούμενης πολιτείας και ως θεμελιώδους συστατικού της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη θεωρητική συζήτηση, κατά τον 20ό αιώνα, για τις αρχές του Κράτους Δικαίου. Τα δικαιώματα, τόνισε, αποτελούν τον πυρήνα της συνθήκης του δημοκρατικού πολίτη και απαιτώντας την προστασία τους από ανεξάρτητα δικαστήρια τα αναδεικνύουμε σε πυλώνες, και όχι φραγμούς της δημοκρατίας· ένα τέτοιο δικαστήριο είναι το ΣτΕ, που έχει συμβάλει καθοριστικά στην άτεγκτη τήρηση των αρχών του Κράτους Δικαίου, αποτελώντας ταυτόχρονα προστάτη της δημοκρατίας, είπε εν κατακλείδι.
Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Βλαχόπουλος μίλησε με θέμα «Πολιτειακή ομαλότητα και Συμβούλιο της Επικρατείας». Ξεκίνησε αναφερόμενος στις συνθήκες πολιτικής σύγκλισης και συνεννόησης, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, που αποτέλεσαν την ιστορική προϋπόθεση της ίδρυσης του ΣτΕ το 1929. Στη συνέχεια επικεντρώθηκε σε κρίσιμες αποφάσεις του Δικαστηρίου σε στιγμές μεγάλης έντασης (όπως αποφάσεις του μετά το κίνημα του Μαρτίου 1935, η απόφαση του 1962 που σηματοδοτεί το νομικό τέλος του Εμφυλίου ή η εμβληματική απόφαση του 1968 για την ακύρωση της απόλυσης δικαστών από τη δικτατορία). Η Δικαιοσύνη για να λειτουργήσει ομαλά χρειάζεται πολιτειακή ομαλότητα, είπε. Μελετώντας τη λειτουργία του ΣτΕ σε περιόδους πολιτικής εκτροπής θα διακρίνουμε μικρές και μεγάλες πράξεις αντίστασης, αλλά και στιγμές υποχώρησης, ακριβώς επειδή η Δικαιοσύνη δεν βρίσκεται σε μια γυάλα, έξω και πέρα από την κοινωνία και τους κρατικούς θεσμούς, κατέληξε.
Ο πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Δημήτρης Πυργάκης μίλησε με θέμα «Αντιδράσεις στην ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας και φωνές ενάντιες στη διατήρησή του (1910-1950)». Μέσα από τη μελέτη των ποικίλων δυνάμεων που αντιστρατεύονται τη λειτουργία του ΣτΕ, είπε, μπορούμε να φωτίσουμε και να κατανοήσουμε πληρέστερα τον ρηξικέλευθο αυτό θεσμό. Ανέφερε βασικούς λόγους των αντιδράσεων στην ίδρυσή του, όπως η προϊστορία του θεσμού, ο Εθνικός Διχασμός και οι συγκρούσεις που δημιουργεί, η αντίληψη ότι πρόκειται για αντικοινοβουλευτικό θεσμό σε μια εποχή που στην Ευρώπη ανθούν τα ισχυρά Κοινοβούλια, καθώς και η επιφυλακτικότητα συντηρητικών νομικών κύκλων. Παρότι οι αντιδράσεις υπήρξαν ποικίλες και μακροχρόνιες, μετά την ίδρυση του ΣτΕ δεν αμφισβητείται ουσιαστικά η αναγκαιότητά του ως θεσμού που είναι απαραίτητος σε ένα σύγχρονο κράτος για τον έλεγχο της διοικητικής και εν γένει της κρατικής δράσης, συμπέρανε κλείνοντας.
Ο πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευάγγελος Αργυρός μίλησε με θέμα «Το Συμβούλιο της Επικρατείας στα χρόνια του Ιωάννου Μεταξά και η έναντι της μεταξικής δικτατορίας στάση του (1936-1940)». Το ΣτΕ ήταν ένας νεοπαγής θεσμός το 1936, είπε, ενώ η εγκαθίδρυση της δικτατορίας το ανάγκασε να δράσει σε δυσμενές περιβάλλον. Αναφέρθηκε αναλυτικά σε αποφάσεις του ΣτΕ τα χρόνια 1936-1940, όταν το Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει μια εξουσία αυθαίρετη, συγκεντρωτική, απολυταρχική και ανελεύθερη. Η ένταση του δικαστικού ελέγχου ατόνησε, όπως είπε, και το ΣτΕ περιορίστηκε στη διατύπωση εξατομικευμένων κρίσεων. Επιτέλεσε όμως τον ρόλο του, στηριζόμενο στον νόμο και τη νομολογία, σε μια περίοδο κατά την οποία η θεσμική του επιβίωση δεν ήταν διόλου αυτονόητη. Διαπιστώνουμε, κατέληξε ο ομιλητής, ότι ιδίως σε χαλεπές περιόδους το ΣτΕ επιδίωξε, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, να διατηρήσει τις ισορροπίες, αποβλέποντας στην εμπέδωση του Κράτους Δικαίου: δικαίωσε έτσι την ύπαρξή του και συνέβαλε στην ενίσχυση της δημοκρατικής κοινωνίας.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Γερουσίας και μεταδόθηκε διαδικτυακά και από το κανάλι της Βουλής. Παρευρέθηκαν, εκτός από τους ομιλητές και τον γ.γ. του Ιδρύματος της Βουλής καθηγητή Ευάνθη Χατζηβασιλείου, η επίτιμη πρόεδρος του ΣτΕ Ελένη Σαρπ, οι αντιπρόεδροι Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Μαρία-Ελένη Κωνσταντινίδου, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και ο σύμβουλος της Επικρατείας Παναγιώτης Τσούκας, Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, από κοινού με το Ίδρυμα της Βουλής έχει αναλάβει το εξαγγελθέν κοινό ερευνητικό πρόγραμμα έρευνας της ιστορίας του ανωτάτου Δικαστηρίου.