Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ελληνικός κοινοβουλευτισμός: αφετηρίες, εξέλιξη, προοπτικές

  • Αρχική
  • Ελληνικός κοινοβουλευτισμός: αφετηρίες, εξέλιξη, προοπτικές

Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, στις 20 και 21 Φεβρουαρίου στο Αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης, το συνέδριο Ελληνικός κοινοβουλευτισμός: αφετηρίες, εξέλιξη, προοπτικές που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Το συνέδριο διοργανώθηκε στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων με κεντρικούς άξονες τη δημοκρατία και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς ενώ, παράλληλα, συνεχίζεται η έκθεση Βουλή των Ελλήνων. Οι σταθμοί μιας διαδρομής σχεδόν διακοσίων ετών στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος της Βουλής, η οποία θα διαρκέσει έως το φθινόπωρο του 2020.


Ανοίγοντας τις εργασίες της πρώτης ημέρας του συνεδρίου, η γενική γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής, Νίκη Μαρωνίτη, ανέγνωσε μήνυμα του προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνου Τασούλα, στο οποίο, μεταξύ άλλων, τονιζόταν: «Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδος είναι κοινοβουλευτική. Αντιπροσωπευτική. Έτσι θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε και στο μέλλον, διδασκόμενοι από το παρελθόν. Και αν διδάσκομαι σημαίνει γίνομαι καλύτερος, τότε αυτό το Συνέδριο σαφώς παρέχει στον ελληνικό κοινοβουλευτισμό γνωστικές προϋποθέσεις για να γίνει καλύτερος!».

 

 

Από την πλευρά της, η γενική γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής, αφού σκιαγράφησε τους θεματικούς άξονες του συνεδρίου, επισήμανε τις προκλήσεις που θέτει η μελέτη της διαμόρφωσης και εξέλιξης του ελληνικού κοινοβουλευτισμού και της δραστικότητας των πολιτικών ελευθεριών, μέσα από νέα ερμηνευτικά σχήματα και σύγχρονα μεθοδολογικά εργαλεία. Αναφερόμενη στους στόχους της διοργάνωσης, η Νίκη Μαρωνίτη υπογράμμισε ότι το συνέδριο, αξιοποιώντας τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις και εντάσσοντας το ελληνικό παράδειγμα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό/διεθνές πλαίσιο, φιλοδοξεί να εμπλουτίσει με νέα στοιχεία τον διεπιστημονικό διάλογο, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της αξίας της δημοκρατίας, των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, του αντιπροσωπευτικού συστήματος και της κουλτούρας της συμμετοχής.


Κατά την Α΄ Συνεδρία, με προεδρεύοντα τον Κώστα Μαυριά, πρόεδρο του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής των Ελλήνων και ομότιμο καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,  ο Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, επικεντρώθηκε στην πρώιμη εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα το 1844, στην καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875 από τον Χαρίλαο Τρικούπη, αλλά και στην καταστρατήγησή της τις επόμενες δεκαετίες, με την απόπειρα εφαρμογής στην Ελλάδα ενός αυταρχικού μοντέλου πρωσικής έμπνευσης από τον διάδοχο και μετέπειτα βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, μίλησε για τις τέσσερις βασικές λειτουργίες των εκλογών στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής ανταγωνιστικής πολιτικής: την καθολική συμμετοχή των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι, τη μυστικότητα της ψήφου, την αντιπροσώπευση των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και πολιτικών τάσεων και την ανάδειξη της εκτελεστικής εξουσίας με μοναδικό κριτήριο την έκβαση των εκλογών. Ο Χρήστος Λυριντζής, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, επιχείρησε μια συγκριτική ανάλυση της σχετικά πρώιμης λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών θεσμών στην Ελλάδα, αντιπαραβάλλοντάς τους με την ιστορική εμπειρία της Γαλλίας και της Αγγλίας. Ο Γιάννης Βούλγαρης, ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,  αναφέρθηκε στις μακροχρόνιες ιστορικές τάσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τη δυναμική του «πρώιμου εκδημοκρατισμού», με την καθιέρωση της ανδρικής καθολικής ψήφου, και από την ιδιαίτερη διαπλοκή του κομματικού ανταγωνισμού με τους κρατικούς θεσμούς. Τέλος, ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, μίλησε για τις προϋποθέσεις του ελληνικού αντιπροσωπευτικού συστήματος, τονίζοντας ότι η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στη θέσπιση κοινοβουλευτικών θεσμών, με τα Συντάγματα του 1844, του 1864, του 1911 και του 1927 να συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο προοδευτικών της εποχής τους, παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή τους συχνά υπονομευόταν από εκλογική νοθεία και από υπέρμετρες βασιλικές παρεμβάσεις.

 

 

Κατά την Β΄ Συνεδρία, με προεδρεύοντα τον Τάσο Σακελλαρόπουλο, ιστορικό και πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ και προϊστάμενος στο Τμήμα Κοινοβουλευτικών Ερευνών και Μελετών της Βουλής των Ελλήνων, εστίασε στην καθοριστική, για την εξέλιξη των δημοκρατικών θεσμών, σημασία της πρώτης ελληνικής κοινοβουλευτικής παράδοσης, από την ψήφιση του Συντάγματος του 1864 έως τον πρώτο μεγάλο ελληνικό διχασμό, το 1915, η οποία κατατάσσει τη χώρα μας, τόσο σε επίπεδο συνταγματικού δέοντος όσο και σε επίπεδο συνταγματικής πραγματικότητας, στην εμπροσθοφυλακή του ευρωπαϊκού συνταγματισμού του 19ου αιώνα. Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, αναφερόμενος στη «μακρά» δεκαετία του 1960, διαπίστωσε καθυστερήσεις στο πεδίο του πολιτικού και θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας σε σχέση με τα προχωρημένα δυτικά πρότυπα της εποχής, παρά τις σημαντικές αλλαγές και ωριμάνσεις στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, καθώς τα «διακυβεύματά» της, ιδίως τα πολιτικά, άρχισαν να επιλύονται μόνο μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Ο Αντώνης Μ. Παντελής, ομότιμος καθηγητής στο ΕΚΠΑ, επικεντρώθηκε σε καίρια παραδείγματα από την ιστορία της λειτουργίας του πολιτεύματός μας κατά τον 20ό αιώνα, αλλά και σε περιπτώσεις προβληματικής εφαρμογής των δημοκρατικών απαιτήσεων, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η αποκοπή της πολιτικής ηγεσίας από τον λαό αποβαίνει μοιραία για τη δημοκρατία. Στην εισήγησή της, η Λίνα Λούβη, αναπληρώτρια καθηγήτρια, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, εστίασε στη διαμόρφωση του κομματικού τοπίου κατά την Α΄ Εθνοσυνέλευση του 1843, μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Σε μία συγκυρία ανατροπής των πολιτικών ισορροπιών της προηγούμενης δεκαετίας, η συνεργασία ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, τους Βαυαρούς και τις ηγεσίες των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, με στόχο τη διατήρηση των ισχυρών εξουσιών του μονάρχη, προκάλεσε νέου τύπου ομαδοποιήσεις και συμπράξεις. Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, εξέτασε τη σχέση οικονομίας και πολιτικής υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1864 μέσω της ανάλυσης των γεγονότων της περιόδου 1882-1887. Η θέσπιση το 1886 από τη Βουλή της μείωσης του αριθμού των βουλευτών από 245 σε 150 και η αντικατάσταση της επαρχίας ως της βασικής εκλογικής περιφέρειας από τον ευρύτερο νομό, υπήρξαν αποτέλεσμα της ανατροπής του πολιτικού προγράμματος του Χαριλάου Τρικούπη και όχι ένα προσχεδιασμένο βήμα ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Τα αίτια αυτής της ανατροπής εντοπίζονται στην οικονομική πολιτική του Τρικούπη και στον τρόπο με τον οποίο εκφράστηκε μέσω του πολιτικού συστήματος η αντίδραση της κοινωνίας σε αυτήν την πολιτική.

 

 

Η δεύτερη ημέρα του συνεδρίου ξεκίνησε με την Γ΄ Συνεδρία με προεδρεύοντα τον Πέτρο Πιζάνια, ομότιμο καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, αναφέρθηκε στην κρίση του ελληνικού κοινοβουλευτισμού το 1909, συνδέοντάς την με παραδείγματα  από τις πολιτικές αναταραχές και ανατροπές που εκδηλώθηκαν την τελευταία δεκαετία του 19ου και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα στη Νότια Ευρώπη, οι οποίες ήταν απότοκες «ατυχημάτων» και «εθνικών ταπεινώσεων» στην εξωτερική πολιτική και είχαν ως πρωταγωνιστές ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις σε συνδυασμό με τη δυναμική ανάμειξη του στρατού στην πολιτική. Ο Σωτήρης Ριζάς, διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερεύνης Ιστορίας Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, αναφερόμενος στην ίδρυση του Κόμματος των Φιλελευθέρων το 1910, υποστήριξε ότι η στρατιωτική επέμβαση του 1909 αποτέλεσε καίριο πλήγμα για τον παλαιό πολιτικό κόσμο και έδωσε την ευκαιρία για την είσοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή και την έλευση στην ελληνική πολιτική μιας νέας πολιτικής ελίτ. Η διαδικασία αυτή συντελέστηκε στο πλαίσιο της αποκρυστάλλωσης νέων, μεταρρυθμιστικών και ριζοσπαστικών τάσεων στην ελληνική πολιτική, όπου η επαγγελία της συγκρότησης ενός κόμματος αρχών, σε αντιπαραβολή με τα προσωπικά κόμματα, ήταν συνδεδεμένη με την ανάδυση μιας έννοιας δημοσίου συμφέροντος η οποία αντιπαρατίθετο στη «συναλλαγή» που χαρακτήριζε τον κοινοβουλευτισμό έως το 1909. Η Νάση Μπάλτα, καθηγήτρια στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, αναφέρθηκε στο ζήτημα της πολιτικής συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, εστιάζοντας στον ρόλο της κοινωνικότητας και των συμμετοχικών πρακτικών στη διαμόρφωση των πολιτικών ηθών, στον παράγοντα των πελατειακών δικτύων και σχέσεων καθώς και στην τελετουργική και συμβολική διάσταση των εκλογών.

 

 


Κατά τη Δ΄ Συνεδρία, με προεδρεύοντα τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη, αναπληρωτή καθηγητή στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, ο Σάκης Δημητριάδης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, αναφέρθηκε στον αγώνα για τη διαδοχή και την πολιτική κληρονομιά του Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου, μετά τον θάνατό του το 1883, που είχε τελικό νικητή τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Ο αγώνας αυτός υπήρξε τομή στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού αλλά και στο επίπεδο του δημόσιου λόγου, σε σχέση με την οριοθέτηση της πολιτικής ταυτότητας του αντιτρικουπικού χώρου, σε μια περίοδο ευρύτερης ανασύνθεσης του ελληνικού κομματικού τοπίου. Ο Νίκος Παπασπύρου, επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, αναλύοντας τη συζήτηση στη Βουλή «ἐπὶ τοῦ πολιτικοῦ ζητήματος» τον Αύγουστο του 1917, μετά την έκπτωση του Κωνσταντίνου και την αναβίωση της Βουλής της 31ης Μαΐου 1915, εστίασε στην αντίληψη των πρωταγωνιστών για τα γεγονότα που οδήγησαν στον Εθνικό Διχασμό και στην άσκηση προσωπικής πολιτικής από το Στέμμα, αναδεικνύοντας δύο δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινοβουλευτισμού στον μακρύ χρόνο: τη χαλαρότητα στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην Παλαιά Ελλάδα και τη διαμόρφωση ενός διπολικού πολιτικού χώρου με διχαστικές τάσεις. Στην εισήγησή του, ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, τέως Καθηγητής Πανεπιστημίου, πραγματεύθηκε τη σχέση χαρισματικής ηγεσίας και κοινοβουλευτισμού, επιλέγοντας ως κορυφαίο παράδειγμα την περίπτωση του Ελευθερίου Βενιζέλου: ένας κατεξοχήν κοινοβουλευτικός άνδρας που προασπίστηκε με συνέπεια το Κοινοβούλιο απέναντι στον Θρόνο και τη στρατοκρατία, κυριάρχησε απόλυτα ως πρωθυπουργός επί 13 χρόνια στη Βουλή και για ελάχιστο διάστημα λειτούργησε ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, αξιοσημείωτη δε υπήρξε και η αδυναμία εκλογής διαδόχου του από την κοινοβουλευτική ομάδα. Η ανακοίνωση της ιστορικού Κατερίνας Δέδε, εντεταλμένης ερευνήτριας στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, εστίασε στη συζήτηση περί θέσπισης Γερουσίας από το 1910 έως τη συγκρότησή της το 1929, παρουσιάζοντας τις διεργασίες οι οποίες διαμόρφωσαν τους όρους διαπραγμάτευσης του θέματος, συγκρότησαν την επιχειρηματολογία και νοηματοδότησαν το περιεχόμενο του θεσμού σε συνάρθρωση με ποικίλα ιδεολογικά ρεύματα, διεθνείς επιρροές και πολιτικές στοχεύσεις.

 

 


Κατά την Ε΄ Συνεδρία, με προεδρεύοντα τον Νίκο Δεμερτζή, καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και διευθυντή και πρόεδρο του ΔΣ του ΕΚΚΕ, η Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ανέλυσε τη θέση και την εξέλιξη του Λαϊκού Κόμματος, ενός από τα μακροβιότερα και επιδραστικότερα κόμματα στην ελληνική πολιτική και κοινοβουλευτική ιστορία, κατά τις δύο κρίσιμες περιόδους του 20ού αιώνα, τον Εθνικό Διχασμό και τον Εμφύλιο, όπου πρωταγωνίστησε στη Βουλή και την πολιτική ως εκφραστής και παραταξιακός πόλος, αρχικά του αντιβενιζελισμού, και στη συνέχεια του αντικομμουνισμού με κέντρο βάρους την υποστήριξη της βασιλείας. Ο Χρήστος Χρηστίδης, Δρ Ιστορίας του ΕΚΠΑ και ιστορικός στο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, αναφέρθηκε στον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη τον Ιούλιο του 1989, ως μια κρίσιμη καμπή στη σύγχρονη κοινοβουλευτική ιστορία, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πολιτικής συγκυρίας, επιχειρώντας τη σύνδεσή της με το διεθνές περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και επισημαίνοντας τους τρόπους πρόσληψης των ιστορικών μεταβολών της περιόδου από το ελληνικό κομματικό σύστημα, μέσα από το παράδειγμα της συγκυβέρνησης. Ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, μίλησε για τις στάσεις της κοινής γνώμης, όπως αυτές αποτυπώνονται σε δημοσκοπικές έρευνες αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία κατά τη δεκαετία 2009-2019: περίοδο κατά την οποία το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από κριτικές, έως και απορριπτικές, στάσεις απέναντι στη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών στην Ελλάδα, βαθαίνοντας τη δυσπιστία απέναντι στα πολιτικά κόμματα και ενισχύοντας αυταρχικές τάσεις από τη μια, αλλά και αντιλήψεις για μια πιο συμμετοχική δημοκρατία από την άλλη.

 

 


Κατά την ΣΤ΄ Συνεδρία, με προεδρεύοντα τον Αναστάσιο-Ιωάννη Μεταξά, τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Διεπιστημονικής Ακαδημίας των Παρισίων και ομότιμο καθηγητή του ΕΚΠΑ, η Μάρω Παντελίδου Μαλούτα, καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, ασχολήθηκε στην εισήγησή της με την έμφυλη διάσταση της πολιτικής εκπροσώπησης: η διαχρονικά μειωμένη γυναικεία παρουσία στη Βουλή, ανάγεται, πρωτίστως, στην προβληματική σχέση φύλου και δημοκρατίας, ως έκφραση μιας κυρίαρχης και ιεραρχικά δομημένης εννοιολόγησης του φύλου, κάτι που ενισχύεται και από την αντίληψη της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης περί ανδρικού ως οικουμενικού και γυναικείου ως ιδιαίτερου. Η Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, επικεντρώθηκε στις αντικοινοβουλευτικές παραδόσεις και στα ρεύματα της άκρας Δεξιάς κατά την περίοδο της Γ ´Ελληνικής Δημοκρατίας, επιχειρώντας μια αποκωδικοποίηση των θέσεων, στάσεων και αντιλήψεων για τη δημοκρατία και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, τόσο των ακραίων δεξιών κομματικών σχηματισμών, όσο και των υποστηρικτών και των ψηφοφόρων τους. Ο Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, αναφέρθηκε στα στρατιωτικά κινήματα ως ένα σταθερό ρήγμα του ελληνικού κοινοβουλευτισμού: με αφετηρία το κίνημα στο Γουδί, το 1909, ο στρατός εθίστηκε στη νοοτροπία ότι πρέπει να έχει άμεσο λόγο στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ενώ κατά την περίοδο από το 1922 έως το 1935, εκδηλώθηκαν έξι στρατιωτικά κινήματα. Η διαρκής αυτή παρέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή είχε και μια άλλη συνέπεια: οι στρατιωτικοί θεωρούσαν την παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα ως μόνιμη αποστολή τους και έρχονταν σε ρήξη με τους πολιτικούς, όταν θεωρούσαν ότι οι τελευταίοι αποτελούσαν εμπόδιο στα πολιτικά τους σχέδια.

 

 


Μετά το τέλος των εισηγήσεων κάθε συνεδρίας, ακολούθησε πλούσιος διάλογος με το κοινό αλλά και μεταξύ των ομιλητών.

 

 

   


Το συνέδριο τίμησαν με την παρουσία τους ο τέως πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Νίκος Βούτσης, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής, Απόστολος Κακλαμάνης, βουλευτές, πανεπιστημιακοί, ερευνητές και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Παρέστησαν, επίσης,  μέλη της Εκτελεστικής και της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων.

 

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης
Ημερομηνίες:

-