To έργο και την προσωπικότητα της Ρόζας Ιμβριώτη, μιας πρωτοπόρας παιδαγωγού, με σημαντική συμβολή στο σχολείο, στο γυναικείο και το δημοτικιστικό κίνημα, καθώς και στην Εθνική Αντίσταση, τίμησε το Ίδρυμα της Βουλής. Η εκδήλωση, που εντασσόταν στο πλαίσιο του κύκλου Πρόσωπα Άξια Τιμής, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025 στην αίθουσα της Γερουσίας στη Βουλή των Ελλήνων.
Η συντονίστρια της εκδήλωσης Ελισάβετ Κοτζιά (δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής), ανοίγοντας τη βραδιά, αναφέρθηκε με συντομία στην εκπαιδευτική, συγγραφική, πολιτική και δημόσια παρουσία της Ιμβριώτη. Αναφέρθηκε ειδικότερα στο Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών, το οποίο η ίδια είχε «γνωρίσει» μέσα από τη σχέση της με την Λουκία Πιστικίδου-Δρόσου, στενή συνεργάτρια της Ιμβριώτη. Τέλος, επισήμανε το ευτυχές γεγονός ότι στην εκδήλωση και οι τέσσερις ομιλήτριες ήταν γυναίκες, κάτι που μας συνδέει, όπως είπε, με τη μαχητική συμβολή της τιμώμενης στο γυναικείο κίνημα ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Η Αντωνία Χαρίση (αφυπηρετήσασα εκπαιδευτικός, δρ Ιστορίας της εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας) μίλησε για τον ρόλο της Ρόζας Ιμβριώτη στο Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1937. Το Σχολείο αποτελεί, όπως εξήγησε, την πρώτη επίσημη οργανωμένη προσπάθεια για την αγωγή παιδιών με νοητική υστέρηση στη χώρα μας. Η Ιμβριώτη, με σπουδές στη Γερμανία, με πλούσια εκπαιδευτική εμπειρία και επηρεασμένη από τις παιδαγωγικές αρχές της Νέας Αγωγής και της σχολικής υγιεινής, με προοδευτικούς ορίζοντες, πρωταγωνίστησε στην ίδρυση και τη λειτουργία του Σχολείου. Το εγχείρημα, επηρεασμένο από τις αρχές του «σχολείου εργασίας», υπήρξε πρωτοπόρο για την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, προξενώντας μεγάλες συζητήσεις, αντιδράσεις αλλά και εγκωμιαστικές κρίσεις. Η Ιμβριώτη, κατέληξε η ομιλήτρια, θεωρούσε την ειδική αγωγή καθοριστική για την επαγγελματική αποκατάσταση και την ένταξη στην κοινωνία των παιδιών με ειδικές ανάγκες.
Η Δέσποινα Καρακατσάνη (καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) μίλησε για τις ιατροπαιδαγωγικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών. Αναφέρθηκε καταρχάς στο κίνημα της «παιδολογίας» και στις απόπειρες ποσοτικής μέτρησης και αποτίμησης της εκπαιδευτικής πράξης, κατά το πρότυπο των θετικών επιστημών, στις αρχές του 20ού αιώνα. Επισήμανε ότι στις διαδρομές που οδηγούν στην ίδρυση του Σχολείου συγκλίνουν κοινωνικοί προβληματισμοί, εθνικές αναζητήσεις, υγιεινολογικές και ευγονιστικές αντιλήψεις, καθώς το παιδί έρχεται στο προσκήνιο και αναζητούνται οι τρόποι για μια εύρωστη, πνευματικά και σωματικά, νέα γενιά. Αναφέρθηκε στα γερμανικά πρότυπά του («βοηθητικά σχολεία») και κατέληξε επισημαίνοντας πως η Ιμβριώτη οργανώνει την εργασία στο σχολείο,μέσα από την προσέγγιση ιατρικής και παιδαγωγικής, με κεντρικό άξονα την ομαδική δουλειά και μάθηση των παιδιών, τα οποία περιβάλλουν με στοργή οι δάσκαλοι και οι δασκάλες.
Η Μαρία Ρεπούση (αφυπηρετήσασα καθηγήτρια Ιστορίας, ΑΠΘ) αναφέρθηκε στα «Μαρασλειακά», τη μεγάλη διαμάχη του 1925-1927 με επίκεντρο το Μαράσλειο Διδασκαλείο. Αφετηρία υπήρξε η διδασκαλία και οι απόψεις της Ιμβριώτη για την ιστορία και ειδικότερα την Επανάσταση του 1821, ωστόσο στο στόχαστρο βρέθηκε συνολικά το μεταρρυθμιστικό έργο που επιτελούνταν στο Μαράσλειο, υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Δελμούζου, και γενικότερα στην εκπαίδευση. Η ομιλήτρια, αφού σκιαγράφησε το ταραγμένο και πλούσιο πνευματικό και πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του 1920, εστιάστηκε σε τρία πεδία: το έθνος και την ιστορία του, την εκπαίδευση και τη γλώσσα, την κοινωνία και το φύλλο. Ανέδειξε, αντίστοιχα, τρεις άξονες της οπτικής και της παρέμβασης της Ιμβριώτη: τον ιστορικό υλισμό, τον δημοτικισμό και τον φεμινισμό. Μέσα από το τριπλό αυτό πρίσμα, τα «Μαρασλειακά» εντάσσονται σε ένα πλαίσιο αναθεώρησης της εθνικής ταυτότητας, που προσλαμβάνεται ως απειλητικό για τα κυρίαρχα εθνικά, πολιτειακά και έμφυλα σχήματα.
Η Ελευθερία Παπαστεφανάκη (εκπαιδευτικός, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πανεπιστήμιο Κρήτης) αναφέρθηκε στη δράση της Ιμβριώτη στα χρόνια της Αντίστασης. Η συμβολή της στο εκπαιδευτικό έργο της «κυβέρνησης του βουνού» ήταν σημαντική, τόνισε. Υπήρξε μια από τις συντάκτριες του σχεδίου λαϊκής παιδείας, συγγραφέας των Αετόπουλων (αναγνωστικού για τη γ΄και τη δ΄ δημοτικού) και οργανώτρια του παιδαγωγικού φροντιστηρίου της Τύρνας. Στο «αστερισμό του Δημήτρη Γληνού», μαζί με τους παιδαγωγούς Μιχάλη Παπαμαύρο και Κώστα Σωτηρίου, η Ιμβριώτη υποστηρίζει και εφαρμόζει τις αρχές του σχολείου εργασίας, στην εκδοχή που αναπτύσσεται στη Σοβιετική Ένωση τα πρώτα χρόνια μετά το 1917, οπότε και αναδύεται η έννοια της «πολυτεχνικής εκπαίδευσης». Η ενεργός συμμετοχή της Ιμβριώτη στην εαμική Αντίσταση και η ένταξή της στην Αριστερά όλα τα επόμενα χρόνια έχουν οδηγήσει στη διαδεδομένη εικόνα της «κόκκινης Ρόζας». Η διάσταση αυτή είναι κυρίαρχη, ωστόσο μια συστηματική εξέταση της εργοβιογραφίας της αναδεικνύει μια πιο πλούσια και σύνθετη εικόνα, με τομές και αναπροσανατολισμούς, καθώς η δράση της διατρέχει τον 20ό αιώνα, κατέληξε η ομιλήτρια.