Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία και με μεγάλη συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας, τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020, η συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με θέμα «Κινήματα πολιτών και Ψυχρός Πόλεμος: το παράδειγμα της Νότιας Ευρώπης» στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Κόρινθο. Η εκδήλωση συνδιοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και τη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, στο πλαίσιο της μεταφοράς της έκθεσης Πολεμώντας για την ειρήνη: Ελλάδα-Ιταλία-Ισπανία στη δεκαετία του ’80.
Ανοίγοντας την εκδήλωση, ο συντονιστής της συζήτησης, Εμμανουήλ Παπάζογλου, επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων (ΠΕΔΙΣ), μετέφερε τον χαιρετισμό του προέδρου του Τμήματος, αναπληρωτή καθηγητή Νικολάου Τζιφάκη: «Προσβλέπουμε στην περαιτέρω εδραίωση της καλής συνεργασίας του Ιδρύματος και του Τμήματος, η οποία είναι ήδη μακρόχρονη και έχει προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες κοινών δράσεων και συμμετοχής μελών ΔΕΠ και φοιτητών του Τμήματος». Ο κ. Παπάζογλου προσέθεσε ότι «η επιλογή του Ιδρύματος της Βουλής να επιδιώξει τη συνεργασία και την εξωστρέφεια με την ακαδημαϊκή κοινότητα ωφελεί και εμπλουτίζει σημαντικά την ακαδημαϊκή ζωή του Τμήματος. Τα στοιχεία της εξαιρετικά επιμελημένης έκθεσης απέσπασαν ευμενέστατα σχόλια από τη φοιτητική κοινότητα».
Ακολούθησε ο χαιρετισμός του καθηγητή Δημητρίου Βενιέρη, προέδρου του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ο οποίος δήλωσε: «Συνιστά ιδιαίτερη τιμή η συνεργασία του Τμήματος μας με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και το ΠΕΔΙΣ. Το θέμα της έκθεσης συνδέεται άμεσα με τα διεπιστημονικά ενδιαφέροντα των φοιτητών μας, προσφέροντας ερεθίσματα για το ρόλο της ιστορικής μελέτης στην προαγωγή της ειρήνης μεταξύ των λαών που είναι προϋπόθεση για τη διαφύλαξή της και εντός των κοινωνιών».
Στη συνέχεια, η Κατερίνα Ζαμπέλη, διευθύντρια Υπηρεσιών και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, αναφέρθηκε στο εύρος των δραστηριοτήτων και στις θεματικές στοχεύσεις του Ιδρύματος, αλλά και ειδικότερα στην συνεργασία του με μία σειρά πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στα οποία θα μεταφερθεί η έκθεση και θα διοργανωθούν αντίστοιχες εκδηλώσεις μέσα στο τρέχον και το επόμενο ακαδημαϊκό έτος.
Αντικείμενο της συζήτησης, στην οποία συμμετείχε πλήθος προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών, ήταν η σημασία της συγκριτικής προσέγγισης του αντιπολεμικού κινήματος και η επίδρασή του στην κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό, με επίκεντρο στον ύστερο Ψυχρό Πόλεμο.
Την συζήτηση άνοιξε η Ειρήνη Καραμούζη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας, στο Πανεπιστήμιο του Sheffield και συνεπιμελήτρια της έκθεσης Πολεμώντας για την ειρήνη: Ελλάδα-Ιταλία-Ισπανία στη δεκαετία του ’80, η οποία αναφέρθηκε στους όρους συγκρότησης και ανάπτυξης του παγκόσμιου αντιπολεμικού και αντιπυρηνικού κινήματος, στην απήχησή του στην κοινή γνώμη, καθώς και στην αποτίμησή του μέσω των ερμηνευτικών σχημάτων της κοινωνιολογίας, της ιστορίας και της πολιτικής επιστήμης. Εστιάζοντας στη μορφή που προσέλαβε το αίτημα της ειρήνης στον ευρωπαϊκό Νότο, επισήμανε το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το ελληνικό παράδειγμα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πρώτης πρωθυπουργίας του Ανδρέα Παπανδρέου, με την έντονη πολιτικοποίηση και το διάχυτο ρεύμα αντιαμερικανισμού στο πλαίσιο ενός «αριστερόστροφου εθνικισμού».
Στη συνέχεια, η Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, επισήμανε ότι στα ειρηνιστικά κινήματα της δεκαετίας του ’60 και ’70 στις χώρες της Δύσης πρωταγωνιστεί μια δεύτερη μεταπολεμική γενιά η οποία δεν δέχεται να υποβληθεί στις θυσίες που συνεπάγεται ένας ακόμα πόλεμος και μάλιστα πυρηνικός. Λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ, η αμερικανική εξωτερική πολιτική απονομιμοποιείται στην ευρύτερη κοινή γνώμη, ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ, μέσω και της αύξουσας επιρροής των ΜΜΕ. Το παγκόσμιο αντιπολεμικό και αντιπυρηνικό κίνημα συναρθρώνεται με τις διεκδικήσεις της νεολαίας, με τα αιτήματα του φεμινισμού και του κινήματος υπέρ των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το ελληνικό αντιπολεμικό κίνημα ακολούθησε τυπολογίες που απαντούν σε παρόμοια διεθνή φαινόμενα: την αντίδραση κατά του κατεστημένου, την αμφισβήτηση της «πυρηνικής ισορροπίας του τρόμου», την κριτική για τον Πόλεμο στο Βιετνάμ και την εγκατάλειψη της ύφεσης. Παράλληλα, είχε δικά του τοπικά χαρακτηριστικά λόγω της δικτατορίας και του Κυπριακού, που προσέδωσαν στο κίνημα ‒ή τα διάφορα ομόκεντρα κινήματα‒ έντονο αντιαμερικανισμό.
Στην τοποθέτησή της η Έφη Γαζή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, τόνισε ότι το αίτημα της ειρήνης παραμένει και σήμερα επίκαιρο. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η μετατόπιση στους γεωπολιτικούς άξονες καθιστά απαραίτητη την ένταξη της προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας στη συγχρονία. Η εσωτερική πολυμορφία των υπό εξέταση κινημάτων θα πρέπει να συνεκτιμηθεί παράλληλα με τη δυναμική που προσλαμβάνουν σε διαφορετικές χώρες και κοινωνίες, καθώς το πλανητικό στοιχείο συναρθρώνεται με το τοπικό. Τα κινήματα ειρήνης και οι συλλογικές δράσεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό δημιούργησαν ένα όραμα για το τέλος του ψυχρού πολέμου. Επίσης, συνέβαλαν στους μετασχηματισμούς της πολιτικής κουλτούρας στον ύστερο 20ό αιώνα. Διασταυρώθηκαν με τα κινήματα νεολαίας, τα φεμινιστικά κινήματα και τα περιβαλλοντικά κινήματα. Στον ευρωπαϊκό νότο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, εξέφρασαν και αιτήματα εκδημοκρατισμού και εθνικής ανεξαρτησίας.
Τέλος, ο Αντώνης Κλάψης, επίκουρος καθηγητής Διπλωματίας και Διεθνούς Οργάνωσης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, τόνισε τη βαρύτητα που είχε ο παράγων της κοινής γνώμης στη λήψη αποφάσεων και στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη οι κρατούσες συνθήκες δεν ευνόησαν την ανάπτυξη αντίστοιχων κινημάτων την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Στο πλαίσιο του διπολικού συστήματος, η ανάπτυξη και διασπορά των πυρηνικών όπλων λειτούργησαν, κατά τρόπο αμφίσημο, ως απειλή για την ειρήνη αλλά και ως σταθεροποιητικός παράγοντας. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η Σοβιετική Ένωση επιχείρησε να εργαλειοποιήσει τα κινήματα ειρήνης στις χώρες της Δύσης, όμως στις επόμενες δεκαετίες τα κινήματα των πολιτών ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από κομματικές εξαρτήσεις. Στα κράτη της Νότιας Ευρώπης, το αντιπολεμικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1980 συνδέθηκε με τις ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που το ίδιο χρονικό διάστημα λάμβαναν χώρα εκεί. Παράλληλα, επηρεάστηκε από το γενικότερο διεθνές κλίμα της εποχής και την αναζωπύρωση του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά τις αρχικές τοποθετήσεις, ακολούθησε συζήτηση και πλούσια ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στους ομιλητές και το κοινό.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους ο αντιπεριφερειάρχης Περιφερειακής Ενότητας Κορινθίας κ. Αναστάσιος Γκιολής και οι βουλευτές Κορινθίας κ.κ. Νικόλαος Ταγαράς και Γεώργιος Ψυχογιός. Πριν την έναρξη της εκδήλωσης πραγματοποιήθηκε ξενάγηση στην έκθεση από τον συνεπιμελητή της έκθεσης, Χρήστο Χρηστίδη.