Ο συλλογικός τόμος Η Μακεδονία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, 1897-1989 (επιστημονική επιμέλεια Βασίλης Κ. Γούναρης και Ιωάννης Δ. Στεφανίδης), συνέκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων και του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ) παρουσιάστηκε την Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο του 53ου Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως.
Ανοίγοντας την εκδήλωση, ο Πρόεδρος της Βουλής Νικήτας Κακλαμάνης αναφέρθηκε στη σημασία της Μακεδονίας στη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής πορείας, σημειώνοντας ότι «η Μακεδονία καθόρισε τη μοίρα του έθνους και του κράτους μας σε πολλά επίπεδα. Το Μακεδονικό ζήτημα υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση των συνόρων του κράτους μας και για την επιβίωση του μακεδονικού ελληνισμού». Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην αποφασιστική συμβολή της περιοχής στην οικονομική ανάπτυξη και την ένταξη της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο, τονίζοντας ότι η προσπάθεια για την ανάπτυξη της Μακεδονίας έγινε πράξη στη μεταπολεμική εποχή, και ιδίως υπό την ηγεσία ενός επιφανούς τέκνου της, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επισήμανε ακόμα ότι η Μακεδονία βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο των κοινοβουλευτικών συζητήσεων και ο τόμος αναδεικνύει τις θέσεις των βουλευτών της περιοχής, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τις ανησυχίες και τα αιτήματα που απασχόλησαν τη Βουλή για δεκαετίες.
Ο Πρόεδρος της Βουλής υπογράμμισε επίσης την αξία της συνεργασίας του Ιδρύματος της Βουλής με το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας, «ένα μεγάλο πνευματικό θεσμό της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης», όπως είπε. Και, κλείνοντας, τόνισε πως το Ίδρυμα της Βουλής αισθάνεται ως «θεμελιώδη υποχρέωσή του την απόδοση της οφειλόμενης τιμής στη Μακεδονία», ενώ χαρακτήρισε το έργο ως «σημαντική συμβολή στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και του ελληνικού κοινοβουλευτισμού».
Στη συνέχεια, η διευθύντρια του ΙΜΜΑ Αθηνά Παυλίδου, αφού αναφέρθηκε στη γόνιμη συνεργασία του Μουσείου με το Ίδρυμα της Βουλής, μετέφερε χαιρετισμό του προέδρου του, Νικολάου Κ. Μαργαρόπουλου, στον οποίο σημειωνόταν ότι το έργο καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ιστορική έρευνα, και ειδικότερα στη μελέτη του δημόσιου λόγου για τη Μακεδονία. Υπογράμμιζε ότι στο ΙΜΜΑ «ως Ίδρυμα που έχει αναλάβει την ευθύνη της διατήρησης, ανάδειξης και ερμηνείας της νεότερης ιστορίας της Μακεδονίας, θεωρούμε καθήκον μας μέσω του ερευνητικού μας κέντρου να συμβάλουμε σε επιστημονικές προσεγγίσεις που ενισχύουν τη γνώση και τον προβληματισμό γύρω από το παρελθόν». Ο Ν. Μαργαρόπουλος, επίσης, ευχαριστούσε τους συντελεστές του τόμου και το Ίδρυμα της Βουλής, ευχόμενος η συνεργασία να έχει συνέχεια, επ’ ωφελεία των κοινών στόχων και των δύο Ιδρυμάτων.
Ο Βασίλης Κ. Γούναρης (καθηγητής του ΑΠΘ και συνεπιμελητής του τόμου) ξεκίνησε παρατηρώντας ότι οι λέξεις που ακούγονται στο Κοινοβούλιο έχουν διπλή ζωή: την πρώτη τη στιγμή που εκφωνούνται, ενώ τη δεύτερη όταν γίνονται αντικείμενο μελέτης. Μίλησε για τη στενή προσωπική του σχέση, από τα πρώτα επιστημονικά του βήματα, με το Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, του οποίου διετέλεσε διευθυντής, χαρακτηρίζοντάς το «το πρώτο του, και μάλιστα… εκτός γάμου, παιδί». Αναφέρθηκε, εν συνεχεία, στο επιστημονικό έργο υποδομής του Μουσείου, το σπουδαίο αρχειακό υλικό που έχει καταφέρει να αποκτήσει, καθώς και τα ερευνητικά προγράμματα, τα οποία δεν περιορίζονται στον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά εκτείνονται σε ευρύτερα πεδία, όπως η εξωτερική πολιτική, οι ταυτότητες και η συλλογική μνήμη. Σε αυτές τις γερές βάσεις, τόνισε, η συνεργασία του Μουσείου με το Ίδρυμα της Βουλής υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός.
Η ιστορική έρευνα, κατέληξε, είναι άκρως διαφωτιστική για τον τρόπο με τον οποίο η εικόνα της Μακεδονίας αναπαράγεται και ενσωματώνεται στον κοινοβουλευτικό λόγο. Αναδεικνύεται έτσι, μέσα από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, η εικόνα μιας επαρχίας με ιστορική και γεωπολιτική βαρύτητα, καθώς και οικονομική δυναμική αλλά υπό διαρκή απειλή, σταθερά παραμελημένη από το εθνικό κέντρο. Παρότι η εικόνα αυτή είναι εν πολλοίς αληθής, κατέληξε, η κατάχρησή της συνέβαλε στη δημιουργία μιας τοπικής ιδεολογίας με χαρακτηριστικά την ανασφάλεια και την αθεράπευτη αίσθηση αδικίας.
Ο Ιωάννης Δ. Στεφανίδης (καθηγητής του ΑΠΘ και συνεπιμελητής του τόμου), κινούμενος, όπως είπε, στο πλαίσιο της γενικής προβληματικής που έθεσε ο Βασίλης Γούναρης, στάθηκε σε ορισμένα ειδικότερα σημεία που αναδεικνύονται μέσα από τον τόμο. Τόνισε έτσι, ως κοινό παρονομαστή σε όλη την περίοδο, ένα αίσθημα ανασφάλειας: στην έναρξη, το 1897, εντοπίζεται στην αγωνία πώς θα μπορέσει η Ελλάδα θα έχει λόγο στην τύχη της Μακεδονίας που ήταν ακόμα οθωμανική επαρχία, ενώ στο τέλος, το 1989, συνδέεται με τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και ιδίως τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Αναφέρθηκε επίσης στις διαιρετικές τομές που αναπτύσσονται και διατρέχουν όλα αυτά τα χρόνια: εθνοτικές στην αρχή (ελληνόφρονες και μη), γηγενείς και πρόσφυγες μετά το 1922, στους δύο Διχασμούς (βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί, αριστεροί/κομμουνιστές – εθνικόφρονες/αντικομμουνιστές). Τομή, όπως είπε, είναι το 1974, οπότε έχουμε υπέρβαση των διχασμών· οι διαιρέσεις πλέον είναι κομματικές και δεν έχουν χαρακτήρα διχασμού.
Ο Ι. Δ. Στεφανίδης προσέφερε μια συνολική εικόνα του τόμου, παρουσιάζοντας αναλυτικά τις συμβολές που τον απαρτίζουν, ενώ έκλεισε με αναφορές στα μεταπολιτευτικά Κέντρα Εντατικής Προγραμματικής Αναπτύξεως της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ένα γενναίο εγχείρημα συνολικής αποκέντρωσης. Η αποτίμηση των λόγων που δεν ευοδώθηκαν είναι εξαιρετικά χρήσιμη και σήμερα, κατέληξε.
Ο γενικός γραμματέας του Ιδρύματος, καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ξεκίνησε επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με την κατεύθυνση του Προέδρου της Βουλής, μέριμνα του Ιδρύματος είναι να αποτελεί έναν οργανισμό που απευθύνεται σε όλη τη χώρα. Κι αυτό, εξήγησε, πραγματοποιείται με διπλό τρόπο: αφενός την οργάνωση εκθέσεων, συνεδρίων, βιβλιοπαρουσιάσεων και άλλων εκδηλώσεων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αφετέρου με το περιεχόμενο των ζητημάτων με τα οποία ασχολείται το Ίδρυμα, προοπτική την οποία υπηρετεί και ο παρών τόμος.
Ο τόμος, όπως είπε, αναδεικνύοντας τη βαρύτητα της Μακεδονίας, καλύπτει πολλά διαφορετικά πεδία, μέσα από τις συζητήσεις στο Κοινοβούλιο: την ιστορία του Μακεδονικού και την ιστορία Μακεδονίας (πεδία που επικαλύπτονται αλλά δεν ταυτίζονται), την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και τη γεφύρωσή τους.
Αναφέρθηκε στους δύο επιστημονικούς επιμελητές του τόμου, Βασίλη Γούναρη και Ιωάννη Δ. Στεφανίδη, τονίζοντας την εξαιρετική θεωρητική τους κατάρτιση, η οποία δεν δηλώνεται με δογματικό τρόπο, αλλά είναι εμφανής στον τρόπο δουλειάς, καθώς και τη σημασία που αποδίδουν στην εξαντλητική έρευνα των πηγών. Το έργο, εκτίμησε, μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την περαιτέρω ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής ιστορίας, της ιστορίας της Μακεδονίας, του ελληνικού Κοινοβουλίου και γενικότερα της πολιτικής εκπροσώπησης, δίνοντας έναυσμα στην εκπόνηση και άλλων ανάλογων μελετών, προοπτική την οποία επιθυμούμε να καλλιεργήσουμε, κατέληξε.