Το Ίδρυμα της Βουλής τίμησε την επέτειο των πενήντα χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου με ημερίδα που οργάνωσε τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου. Στην αίθουσα της Γερουσίας, στο Μέγαρο της Βουλής, οι έντεκα ομιλητές και ομιλήτριες φώτισαν ιστορικά το γεγονός, εντάσσοντάς το στα συμφραζόμενα της εποχής, ελληνικά και διεθνή, αναδεικνύοντας συνέχειες και τομές.
Ο Πρόεδρος της Βουλής και πρόεδρος του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας, αναφέρθηκε, ξεκινώντας, στους «αντιδικτατορικούς προσεισμούς» του έτους 1973 (τις δύο καταλήψεις της Νομικής, το κίνημα του Ναυτικού, τις δηλώσεις Καραμανλή κατά της χούντας, τη μαζική συμμετοχή στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου) που προλείαναν το έδαφος, συντείνοντας στο μεγάλο γεγονός της εξέγερσης. Ο Πρόεδρος της Βουλής χαρακτήρισε το Πολυτεχνείο συναρπαστική, μαχητική και μαζική αντίδραση του λαού, ενώ σημείωσε ότι εκείνο που γοητεύει και διαφοροποιεί την πράξη όσων συμμετείχαν είναι ότι αντιστάθηκαν μετά λόγου γνώσεως σε ένα καθεστώς ανελεύθερο· όχι αζημίως, αλλά έχοντας επίγνωση των συνεπειών και αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Αυτό είναι το μεγαλείο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, κατέληξε, που συνιστά κορυφαίο αντιδικτατορικό γεγονός, το οποίο έπεισε τον λαό.
Στην πρώτη συνεδρία (πρόεδρος: Τάσος Σακελλαρόπουλος) ο Σωτήρης Ριζάς (διευθυντής ερευνών, Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών), επισκοπώντας σε δύο επίπεδα, θεσμικό και κινηματικό, τις πολιτικές εξελίξεις του έτους 1973, αναφέρθηκε στην αυξανόμενη έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης της δικτατορίας, την οποία ενέτεινε καταλυτικά το Πολυτεχνείο. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης (αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αθηνών) εξέτασε το Πολυτεχνείο ως τομή στην ιστορία των φοιτητικών κινημάτων, αναφερόμενος σε τρεις παράγοντες (διεθνές πλαίσιο, εξελίξεις στην ανώτατη εκπαίδευση, ζυμώσεις στο φοιτητικό σώμα) που οδήγησαν στο γεγονός, δημιουργώντας έναν νέο εθνικό συλλογικό ήρωα. Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης (ομότιμος διευθυντής ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών) μίλησε για τους «αφανείς», τους χιλιάδες εκείνους ανθρώπους, τις μέρες της εξέγερσης και τις αμέσως επόμενες, μέσα και έξω από το ΕΜΠ, οι οποίοι, με την ενεργητική και ενσώματη συμμετοχή τους, συνιστούν την ειδοποιό διαφορά, καθιστώντας το Πολυτεχνείο το κορυφαίο αντιδικτατορικό γεγονός. Η Μαρία Καμηλάκη (γλωσσολόγος, αναπληρώτρια προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διοίκησης, Βιβλιοθήκης και Εκδόσεων της Βουλής) ανασύστησε το γλωσσικό τοπίο της εξέγερσης, μέσα από μια συστηματική καταγραφή και ανάλυση των συνθημάτων της, αυτών των «εφήμερων διαρκείας», όπως τα χαρακτήρισε, αναδεικνύοντας λέξεις που κυριαρχούν (λαός, ελευθερία), άξονες («έξω», «κάτω», «εμείς» vs «άλλοι»), δείκτες διακειμενικότητας και επίδρασης
Στη δεύτερη συνεδρία (πρόεδρος Γεράσιμος Μοσχονάς), ο Κωστής Κορνέτης (διδάσκων, Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης) ενέταξε την εξέγερση του Πολυτεχνείου στον διεθνή φοιτητικό αναβρασμό της μακράς δεκαετίας του 1960, με ορόσημο τον Μάη του ’68, επισημαίνοντας βασικές θεματολογικές και νοοτροπικές ομοιότητες, αλλά και ιδιαιτερότητες, όπως η έλλειψη βίας και το γεγονός ότι απευθυνόταν σε ολόκληρο το έθνος. Η Έφη Πενταλιού (Visiting Fellow, LSE IDEAS, Senior Research Fellow, Department of Political Economy, KCL) αναφέρθηκε στις διεθνείς αντιδράσεις, τονίζοντας ότι η εξέγερση και η βίαιη καταστολή της αποτελούν γεγονός και εκτός των συνόρων, που οδηγεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να παίρνουν αποστάσεις από την Αθήνα, ανακόπτοντας τάσεις προσέγγισης. Ο Αλέξανδρος Ναυπλιώτης (δρ Διεθνούς Ιστορίας, LSE, διδάσκων, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο) ανέδειξε διαφορετικές αποχρώσεις της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας που εκδίπλωσε το Πολυτεχνείο, το οποίο συνολικά στάθηκε φρένο και ανασταλτικός παράγοντας για στενότερες επαφές με το ελληνικό καθεστώς.
Στην τρίτη συνεδρία (πρόεδρος: Ελισάβετ Κοτζιά), ο Φίλιππος Παππάς (διδάσκων, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο), αναφερόμενος στην εκδοτική άνοιξη των αρχών της δεκαετίας του 1970 και σκιαγραφώντας τα χαρακτηριστικά του εκδοτικού τοπίου (έμφαση στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, συλλογικά εκδοτικά εγχειρήματα, κυριαρχία των νέων στους εκδότες και τους αναγνώστες) έδειξε ότι συνιστά μείζονα παράγοντα μη βίαιης αντίστασης στη χούντα, που επιδρά καθοριστικά στις συνειδήσεις. Ο Ιωάννης Τζώρτζης (Teaching Fellow, University of Birmingham), σε μια συγκριτική προσέγγιση, μίλησε για τις μεταβάσεις από αυταρχικές διακυβερνήσεις, ανιχνεύοντας τους λόγους της αδράνειας της κοινωνίας των πολιτών και τονίζοντας ότι η εξέγερση ξεσπάει σε συνθήκες που παρουσιάζονται ως «φιλελευθεροποίηση», και όχι σκληρής δικτατορίας, συντείνοντας στην περαιτέρω απονομιμοποίηση του καθεστώτος. Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος (υπεύθυνος Ιστορικού Αρχείου, Μουσείο Μπενάκη) αναφέρθηκε στις δύο κορυφαίες δίκες της μεταπολίτευσης, τη δίκη των πρωταιτίων της χούντας και τη δίκη του Πολυτεχνείου, παρακολουθώντας τις ως αφετηρίες και πηγές που τροφοδότησαν, αντίστοιχα, την εμπέδωση της δημοκρατίας και την αμφισβήτηση, τα επόμενα χρόνια. Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος (αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αθηνών), μιλώντας για τη «μεγάλη πολιτική γιορτή του Πολυτεχνείου», ανέδειξε την αναγνώριση της εξέγερσης του 1973 ως δομικό στοιχείο της μεταπολιτευτικής συναίνεσης, του «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, καθώς και της βελούδινης μετάβασης στη δημοκρατία.
Μετά το τέλος κάθε συνεδρίας ακολούθησε πλούσιος διάλογος, με συμμετοχή των ομιλητών, των ομιλητριών και του πολυπληθούς κοινού. Αξίζει να σημειωθεί η παρουσία πολλών πρωταγωνιστών και πρωταγωνιστριών του αντιδικτατορικού αγώνα, που κατέθεσαν προσωπικές μαρτυρίες, ανέδειξαν όψεις και συνομίλησαν γόνιμα με τις εισηγήσεις.
Όπως είπε, κλείνοντας την εκδήλωση, ο γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής, καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου, το Ίδρυμα θέλησε να δώσει έμφαση όχι στην καταγραφή, αλλά στην επιστημονική ερμηνεία, με στόχο την κατανόηση του μεγάλου γεγονότος της εξέγερσης. Παράλληλα, χαιρέτισε το γεγονός ότι την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους αντιστασιακοί και πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών, που συνέβαλαν καθοριστικά στον διάλογο με την κατάθεση της οπτικής τους. Η ημερίδα, κατέληξε, ανέδειξε έναν σημαντικό πλούτο ερμηνευτικών προσεγγίσεων και ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσει, μέσα και από την έκδοση και των Πρακτικών της, ένα σημαντικό βήμα για την ιστορική αποτίμηση του Πολυτεχνείου.