Η 20ή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης υπήρξε, για μια ακόμα φορά, σημείο συνάντησης για τους ανθρώπους των βιβλίων και των γραμμάτων. Το Ίδρυμα της Βουλής ήταν παρόν σε αυτήν τη μεγάλη γιορτή του βιβλίου, με τις εκδόσεις του, παλιές και νεότερες. Γνωρίσαμε τίτλους και ανθρώπους, ανταλλάξαμε ιδέες με συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες, αναγνώστες και αναγνώστριες, παρακολουθήσαμε παρουσιάσεις αξιόλογων έργων.
Το Σάββατο 18 Μαΐου το απόγευμα, το Ίδρυμα της Βουλής παρουσίασε, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης, τη μελέτη της Όλγας Κατσιαρδή-Hering και του Δημητρίου Μ. Κοντογεώργη Η αυστριακή αρμάδα κατά την Ελληνική Επανάσταση: διπλωματία και πόλεμος (το έργο είχε παρουσιαστεί και στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 2024).
Μετά το καλωσόρισμα της Άννας Καραπάνου, προϊσταμένης του Τμήματος Εκδόσεων και Ερευνητικών Προγραμμάτων του Ιδρύματος της Βουλής, τον λόγο πήρε ο Δημήτρης Σταματόπουλος (καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας). Χαρακτήρισε τη μελέτη έργο- σταθμό για την ιστοριογραφία των χρόνων της Επανάστασης του 1821. Αφού αναφέρθηκε σε κατακτήσεις και αδυναμίες της πρόσφατης επιστημονικής παραγωγής, που πύκνωσε με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων, επισήμανε δύο βασικά επιτεύγματα που συνδυάζει η Αρμάδα. Πρώτον, την αξιοποίηση ενός τεράστιου όγκου αρχειακού υλικού (στη Βιέννη, την Τεργέστη και την Ελλάδα), που όχι μόνο πλουτίζει σημαντικά τη γνώση μας, αλλά και διευρύνει την οπτική μας. Δεύτερον, τη συνθετική ικανότητα και τη νέα ερμηνευτική προσέγγιση που προτείνουν οι συγγραφείς, φωτίζοντας το πολύπλοκο διπλωματικό τοπίο της δεκαετίας του 1820 στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Δημήτρης Παπασταματίου (επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ) χαρακτήρισε και αυτός, με τη σειρά του, την Αρμάδα κορυφαία συμβολή στη βιβλιογραφία για τον Αγώνα, ιδίως στις διεθνείς και διπλωματικές του διαστάσεις. Το έργο, επισήμανε, φωτίζει τη διπλωματία της Αυστρίας, μιας Δύναμης «εχθρικής» έναντι της Επανάστασης, θεραπεύοντας μια σημαντική έλλειψη και αναδεικνύοντας παράλληλα τις σύνθετες πραγματικότητες, που δεν περιορίζονται στον ΄---σημαντικό ασφαλώς-- ρόλο του Μέτερνιχ, ο οποίος συχνά έχει δαιμονοποιηθεί. Μέσα από μια νέα προσέγγιση και άγνωστο αρχειακό υλικό, εξήγησε, οι δύο συγγραφείς τεκμηριώνουν πώς στην εξωτερική πολιτική της Αυστρίας συμπλέκονται ρεαλισμός, εμπορικά συμφέροντα, γεωστρατηγικές επιλογές και πολιτικές βλέψεις, δημιουργώντας μια σύνθετη εικόνα.
Ο Δημήτριος Μ. Κοντογεώργης (επίκουρος καθηγητής, Πανεπιστήμιο Κύπρου), αφού εξέφρασε τις θερμές ευχαριστίες του στο Ίδρυμα της Βουλής, ενέταξε την Αρμάδα στην ιστοριογραφία της Επανάστασης, παλαιότερη και νεότερη. Αναφέρθηκε στην προσπάθεια των συγγραφέων να υπερβούν τη μονομέρεια η οποία χαρακτηρίζει την ιστοριογραφία που ασχολείται με την αυστριακή πολιτική έναντι της Επανάστασης. Γι’ αυτό, εξήγησε, δεν περιοριστήκαμε στις κρατικές επιλογές και τον ρόλο του Μέτερνιχ, αλλά θελήσαμε να αναδείξουμε τα δρώντα υποκείμενα (πρεσβευτές, πρόξενους, αξιωματικούς) που ήταν ενεργά στην επαναστατημένη Ελλάδα και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Όλγα Κατσιαρδή-Hering (ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών), αφού ευχαρίστησε και αυτή θερμά το Ίδρυμα της Βουλής, αναφέρθηκε στη διαδρομή που οδήγησε στη συγγραφή της μελέτης. Μίλησε για την έρευνα, αρκετές δεκαετίες πριν, στα αρχεία της Βιέννης, για τις εκπλήξεις, τις δυσκολίες και τους θησαυρούς που ανέκυψαν στην πορεία. Στη συνέχεια, μνημονεύοντας την αξέχαστη Δέσποινα Θεμελή-Κατηφόρη, μίλησε για τους πειρατές και τους κουρσάρους και τη δράση τους, ενώ, προχωρώντας στη συγγραφή του έργου, είπε ότι με τον Δημήτρη Κοντογεώργη εργάστηκαν σαν ένας άνθρωπος. Τέλος, αναφέρθηκε σε ζητήματα ρευστών ταυτοτήτων (καθώς το βενετικό ναυτικό γίνεται αυστριακό) σε μια εποχή ανάδυσης των εθνικισμών, όπως και στην καθοριστική σημασία του θαλάσσιου αγώνα για την επικράτηση της Επανάστασης του 1821.