Με αφορμή την εκατοστή επέτειο της ανακήρυξης της αβασίλευτης δημοκρατίας, το Ίδρυμα της Βουλής οργάνωσε ημερίδα με τίτλο «Η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας, 1924». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου, στην αίθουσα της Γερουσίας στο Μέγαρο της Βουλής, έναν χώρο ο οποίος και συμβολικά παραπέμπει στο θέμα της ημερίδας, καθώς ο θεσμός της Γερουσίας θεσμοθετήθηκε και λειτούργησε, για δεύτερη και τελευταία φορά (η πρώτη ήταν τα1844-1862), στα χρόνια της Β΄ Ελληνική Δημοκρατίας.
Ο γενικός γραμματέας του Ιδρύματος, καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου, στον χαιρετισμό του, επισήμανε ότι το Ίδρυμα επιθυμεί, με την ημερίδα αυτή, να μνημονεύσει, να αποτιμήσει και να ερμηνεύσει ένα μεγάλο γεγονός της πολιτικής μας Ιστορίας. Κάτι τέτοιο αποτελεί χρέος μας, είπε, και αντιστοιχεί στην αποστολή του Ιδρύματος, καθώς η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει μελετηθεί όπως της αξίζει.
Στη συνέχεια, στην πρώτη συνεδρία (πρόεδρος: Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ), ο Θανάσης Διαμαντόπουλος (ομότιμος καθηγητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο) ανέδειξε τους πολιτικούς και θεσμικούς λόγους για τους οποίους η Β΄ Δημοκρατία υπήρξε ένα πολίτευμα εύτρωτο και θνησιγενές. Υπήρξε, είπε, η αποτύπωση σε πολιτειακό επίπεδο του Εθνικού Διχασμού, κάτι που οδήγησε στην αυτοϋπονόμευσή της, στην οποία έπαιξαν ρόλο και οι αντιθέσεις στους κόλπους του βενιζελικού και βενιζελογενούς στρατοπέδου.
Ο Σπύρος Βλαχόπουλος (καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ) έθεσε το ερώτημα αν η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία υπήρξε εξαρχής θνησιγενής. Θέλοντας να αναδείξει τη συνθετότητα των πραγμάτων, επισήμανε λόγους που συνηγορούσαν στη διατήρησή της και άλλους που συνέτειναν στην κατάρρευσή της. Ανάμεσα στους πρώτους, ανέφερε την αναγνώρισή της από τους οπαδούς της βασιλευομένης, τις ευτυχείς πολιτικά στιγμές της (όπως η «χρυσή» βενιζελική τετραετία, 1928-1932) και η σταδιακή απώλεια ερεισμάτων εκ μέρους της βασιλείας. Από την άλλη, η ανάμιξη του στρατού στην πολιτική, καθώς και οι ασθενείς προσωπικότητες πολλών πρωταγωνιστών συνετέλεσαν στο τέλος της.
Η Ισμήνη Κριάρη (τ. πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής και πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής) παρουσίασε μια λεπτομερή ακτινογραφία των απόψεων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου για το Σύνταγμα του 1925. Ο Παπαναστασίου υπήρξε βασικός ομιλητής στη σχετική Επιτροπή αλλά και πρώτο βιολί στο όλο εγχείρημα, όπως είπε η ομιλήτρια, η οποία επισήμανε τα βασικά στοιχεία των προτάσεών του: την ενιαύσια θητεία του πρωθυπουργού, τη δημιουργία της Γερουσίας, τους όρους της ψήφου εμπιστοσύνης και δυσπιστίας, την ψήφο των γυναικών και τις κοινωνικές διατάξεις, ενώ συνεκτικό νήμα που διαπερνά όλες τις επιμέρους προτάσεις είναι η μέριμνα για την πολιτική διαπαιδαγώγηση. Ο τρόπος που αναπτύσσει τις απόψεις του και επιχειρηματολογεί ο Παπανασταίου, φανερώνει, κατέληξε, τη σοβαρή θεωρητική του κατάρτιση και την αναλυτική του ικανότητα.
Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος (επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης) χαρακτήρισε τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια «εργαστήριο ιδεών» για τη δημοκρατία και τις ιδέες στην Ευρώπη, με πρωτοπόρα τη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου παρακολουθούμε τη σύζευξη δημοκρατίας και φιλελευθερισμού. Η επιρροή της Βαϊμάρης στη θεσμική συγκρότηση της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν έντονη, συνέχισε, επισημαίνοντας τη μορφή του πολιτεύματος, την κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τα αναλογικά εκλογικά συστήματα, την αντιπροσώπευση επαγγελματικών ομάδων στη Γερουσία.
Ο Αντώνης Κλάψης (αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής) αναφέρθηκε σε δυο ορόσημα της συνταγματικής μας Ιστορίας, το 1924 και το 1974. Απέχουν, όπως είπε, πενήντα χρόνια μεταξύ τους και μας υποδεικνύουν δύο διαφορετικές μεθοδολογίες επίλυσης του πολιτειακού. Ως βασικές διαφορές των δύο δημοψηφισμάτων επισήμανε ότι το 1924, σε αντίθεση με το 1974, υπήρχε εξαιρετικά έντονη πόλωση, το δημοψήφισμα είχε απλώς επικυρωτικό χαρακτήρα (καθώς η Αβασίλευτη είχε ήδη ανακηρυχθεί), καθώς και τον διαβλητό του χαρακτήρα, που οδήγησε στην αμφισβήτησή του.
Στη δεύτερη συνεδρία (πρόεδρος: Θανάσης Διαμαντόπουλος), ο Νίκος Αναστασόπουλος (επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής) παρουσίασε την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας μέσα από τον ημερήσιο αθηναϊκό Τύπο. Μέσα από πρωτοσέλιδα εφημερίδων όλου του φάσματος (Έθνος, Εμπρός, Η Καθημερινή, Δημοκρατία, Ελεύθερον Βήμα, Εστία, Απογευματινή, Η Βραδυνή, Σκριπ, Ελεύθερος Λόγος, Ριζοσπάστης), την ημέρα της ανακήρυξης (24 Μαρτίου 1924) καθώς και τις αμέσως επόμενες, έδειξε πώς η πολιτική τοποθέτηση κάθε εντύπου επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά την πρόσληψη, αποτύπωση και παρουσίαση των γεγονότων.
Ο Σωτήρης Ριζάς (διευθυντής ερευνών, Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών) εστιάστηκε στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ως συμπύκνωση θεσμικών και πολιτικών ισορροπιών κατά τον Μεσοπόλεμο. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως είπε, άφησε έντονα το αποτύπωμά του στον θεσμό, καθώς η επιδίωξη ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε αντίθεση με τον βασιλιά, αφενός να αποτελέσει σύμβολο ενότητας του έθνους (κάτι, ωστόσο, που δεν πέτυχε) και αφετέρου να μην έχει ουσιαστικό χαρακτήρα (λ.χ. να μην έχει την εξουσία διάλυσης της Βουλής ή αποφασιστικό ρόλο στον στρατό), ώστε να αποφευχθεί η άμεση εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα.
Ο Νίκος Ανδριώτης (δρ Ιστορίας του ΕΚΠΑ) αναφέρθηκε στην εκλογική συμπεριφορά των προσφύγων κατά το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924. Αναφέρθηκε αρχικά στην πολιτογράφηση των προσφύγων και τη διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου, στις διαμαρτυρίες των προσφύγων κατά των χωριστών εκλογικών τμημάτων, στους μηχανισμούς κινητοποίησης και στο τελικό αποτέλεσμα: «πανδημοκρατισμὸς εἰς τὰ προσφυγικὰ τμήματα» κατά τον τίτλο εφημερίδας της εποχής, με τα ποσοστά υπέρ του «Ναι» να κυμαίνονται άνω του 80% και ενίοτε να εγγίζουν το 100%.
Ο Μανόλης Κούμας (επίκουρος καθηγητής του ΕΚΠΑ) ανέπτυξε το θέμα της στάσης του διεθνούς παράγοντα, παρακολουθώντας δύο άξονες: τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στην πορεία προς την Αβασίλευτη και τις αντιδράσεις του ευρωπαϊκού Τύπου. Κοινή συνισταμένη είναι (με λίγες εξαιρέσεις, όπως της Ιταλίας και των φιλοκυβερνητικών ιταλικών εφημερίδων, που αντιμετωπίζουν την Αβασίλευτη ως ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό εξωτερικής πολιτικής με τρόπο φιλικό προς τη Ρώμη) ότι ο θεσμός της μοναρχίας θεωρείται, εν γένει, παράγοντας σταθερότητας, γεγονός που δημιουργεί επιφυλάξεις και αρνητική στάση έναντι της πολιτειακής μεταβολής.
Στην τρίτη συνεδρία (πρόεδρος: Ισμήνη Κριάρη), ο Κωνσταντίνος Βλάσσης (ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας) ανασκόπησε την καθοριστική παρουσία του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας τα πρώτα έτη της Αβασίλευτης (1923-1926), παρακολουθώντας διώξεις, αποτάξεις, καθώς και την είσοδο ανώτατων στρατιωτικών στην πολιτική (Γονατάς, Κονδύλης, Πάγκαλος). Όσον αφορά τους εξοπλισμούς των ετών αυτών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στάθηκαν καθοριστικοί για την επιτυχία του ελληνικού στρατού κατά τον ελληνοαλβανικό πόλεμο.
Ο Γιάννης Δασκαρόλης (διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου) εξέτασε τους λόγους για τους οποίους το αντιβενιζελικό στρατόπεδο απορρίπτει την πολιτειακή αλλαγή και ταυτίζεται, ως επί το πλείστον, με τη μοναρχία. Σημείωσε λόγους ιστορικούς και συγκυριακούς (Δίκη των Έξ, εκκαθαρίσεις στον στρατό), πολιτικούς και όχι πολιτειακούς (την εκτίμηση των αντιβενιζελικών ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ευνοούσε την άλλη πλευρά, ενώ η πρόσβαση στο κράτος για τους ίδιους διαμεσολαβούνταν από το παλάτι), ιδεολογικούς (ο βασιλικός θεσμός ως εκφραστής της πατρίδας, της παράδοσης, της θρησκείας), καθώς και συναισθητικούς (το ρομαντικό αφήγημα, που εκκινεί από το Βυζάντιο με τον μονάρχη ως ηγέτη του έθνους).
Ο Αλέξανδρος Μακρής (δρ Ιστορίας του ΕΚΠΑ) μίλησε για τη σχέση των Παλαιών Πολεμιστών με την Αβασίλευτη, παρακολουθώντας τη διαδρομή με την οποία από την εμπειρία της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Καταστροφής οδηγούνται στον αντιβασιλισμό. Μέσα από δημοσιεύματα κυρίως του Ριζοσπάστη μίλησε για την ισχυρή παρουσία των κομμουνιστών στους κόλπους των Παλαιών Πολεμιστών και την πορεία τους από την αμφισβήτηση στη νομιμοφροσύνη: μεγάλο μέρος τους, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, έχοντας προσεγγίσει τον Γονατά, τάσσεται υπέρ της παλινόρθωσης.
Η Αθανασία Πολυζοπούλου (υποψήφια δρ ΑΠΘ) αναφέρθηκε στις αντιλήψεις και τις ενέργειες του Αλέξανδρος Παπαναστασίου για τη δημοκρατική εκπαίδευση του λαού. Επισκοπώντας τις απόψεις του, αναφέρθηκε σε βασικά μέτρα όπως η αναδιοργάνωση των σχολείων, η ίδρυση Διδασκαλείων, η αύξηση των αποδοχών των εκπαιδευτικών, η βαθμιαία εισαγωγή της δημοτικής και η ίδρυση του ΑΠΘ. Η αναδιοργάνωση της παιδείας και η «λαϊκή παιδεία» ήταν, κατά την αντίληψή του, απαραίτητο στοιχείο για την εμπέδωση και τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Ο Δημήτρης Χαραλάμπους (καθηγητής ΑΠΘ), παρουσιάζοντας την κοινή ανακοίνωσή του με τον Ιωάννη Μπέτσα (αναπληρωτή καθηγητής ΑΠΘ), αναφέρθηκε στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στον ρόλο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Η ίδρυσή του, όπως επισήμανε, ανταποκρινόμενη στις νέες πραγματικότητες, έχει δύο βασικούς στόχους: να συντελέσει στην αφομοίωση των μειονοτικών κοινοτήτων του ελληνικού κράτους και στην αμφίδρομη επαφή με τους βαλκανικούς λαούς. Το ΑΠΘ θα συγκροτήσει, είπε ο ομιλητής, ένα νέο επιστημολογικό και ιδεολογικό παράδειγμα, σε αντιπαράθεση με το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το νέο ίδρυμα, κατέληξε, δίνει έμφαση στις κοινωνικές επιστήμες, αντλεί προσωπικό από τις μεγάλες δεξαμενές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και του προσφυγικού ελληνισμού, έχει φιλελεύθερη κατεύθυνση και αναπτυξιακό ρόλο.
Πλήθος κόσμου, ανάμεσά τους και πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες, είχε κατακλύσει την αίθουσα της Γερουσίας. Διακρίναμε, ανάμεσα στο κοινό, τον πρώην πρωθυπουργό και τέως πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννη Σαρμά, τον βουλευτή Φωκίδας και υφυπουργό Δικαιοσύνης Ιωάννη Μπούγα, τη βουλευτή Β΄ Αθηνών (Βόρειος Τομέας) Αθηνά Λινού, όπως και τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Αλ. Παπαναστασίου, απόγονο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.