Η εξέλιξη της κλασικής μουσικής στη Θεσσαλονίκη: 3η συνάντηση στο πλαίσιο της έκθεσης «Στην ίδια πόλη. Χριστιανοί και Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη»
Η κλασική μουσική στη Θεσσαλονίκη του 19ου και του 20ού αιώνα είναι ένα σημαντικό αλλά και σχετικά άγνωστο κεφάλαιο του πολιτισμού της πόλης. Είχαμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια εμπεριστατωμένη εικόνα του το βράδυ της Τετάρτης 22ας Μαΐου, στην εκδήλωση με θέμα «Η εξέλιξη της κλασικής μουσικής στη Θεσσαλονίκη: από τον Όμιλο Φιλομούσων στην ίδρυση του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης», που πραγματοποιήθηκε στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος της Βουλής. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης «Στην ίδια πόλη. Χριστιανοί και Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη».
Τη βραδιά άνοιξε η Άννα Ενεπεκίδου, διευθύντρια υπηρεσιών του Ιδρύματος και καλλιτεχνική επιμελήτρια της έκθεσης. Σημείωσε ότι με την εκδήλωση αυτή ολοκληρώνεται ο κύκλος της έκθεσης «Στην ίδια πόλη. Χριστιανοί και Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη». Και κλείνει, όπως είπε, ιδεωδώς, με τους δύο βασικούς συντελεστές της έκθεσης, τους συνεπιμελητές της Ευάγγελο Χεκίμογλου και Γεώργιο Κωνσταντινίδη.
Ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, συγγραφέας και συνεπιμελητής της έκθεσης, μας εισήγαγε στο κοινωνικό, πολιτιστικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο της εποχής και παρουσίασε την πολυσχιδή προσωπικότητα του ομιλητή Γεώργιο Κωνσταντινίδη, δικηγόρο, αρχιμουσικό, πιανίστα, συλλέκτη και επίσης συνεπιμελητή της έκθεσης. Ο Κωνσταντινίδης, είπε, είναι πέμπτης γενιάς Θεσσαλονικιός, κάτι εξαιρετικά σπάνιο, αποτελώντας ζώσα συνείδηση της πόλης. Αναφέρθηκε επίσης στο εξαιρετικά μεγάλο σε όγκο και σημασία, αρχείο της οικογένειας Κωνσταντινίδη, που μας έχει δώσει γόνιμους καρπούς, ανάμεσα στους οποίους και η παρούσα έκθεση.
Ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης μάς προσέφερε ένα πανόραμα της πλούσιας μουσικής ζωής της πόλης, ξεκινώντας από τις απαρχές της, στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Μίλησε, καταρχάς, για τους ξένους θιάσους, ιδίως ιταλικούς, που επισκέπτονταν την πόλη, τη μετάκληση αθηναϊκών θιάσων και την πληθώρα σωματείων που ιδρύονται, με έμφαση στον Όμιλο Φιλομούσων και τη συμβολή του. Επισήμανε την τομή που συνιστά και για την πολιτιστική ζωή της πόλης η απελευθέρωση της πόλης το 1912 και αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην άνθηση του λυρικού θεάτρου, την ίδρυση του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης το 1914, τον πρώτο διευθυντή του, Αλέξανδρο Καζαντζή και τους καθηγητές του – ανάμεσά τους ο Λώρης Μαργαρίτης και ο Αιμίλιος Ριάδης. Τέλος αναφέρθηκε στην ίδρυση της Συμφωνικής Ορχήστρας Βορείου Ελλάδος το 1959 (μετέπειτα Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης) και στην καθοριστική συμβολή του ιδρυτή της Σόλωνα Μιχαηλίδη.
Στη συζήτηση που ακολούθησε έγιναν αναφορές στις σχέσεις αθλητισμού και μουσικής (τα σωματεία του 19ου αιώνα συχνά ήταν αθλητικά και μουσικά μαζί), τον ρόλο του εβραϊκού στοιχείου στη μουσική της πόλης. Ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, κλείνοντας τη βραδιά, τόνισε ότι η ιστορία της μουσικής της Θεσσαλονίκης είναι μια δημιουργία με πρωταγωνιστές πρόσωπα και προσπάθειες, ατομικές και συλλογικές, κι όχι μια ιστορία δύο κοινοτήτων.
Παρευρέθησαν, μεταξύ άλλων, ο Ιωάννης Κόντης βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης, ο αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος Ελευθέριος Χρυσοχόος, εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ο καθηγητής Θεόδωρος Παναγόπουλος πρόεδρος Οφφικιαλίων Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, η καθηγήτρια Ισμήνη Κριάρη, τ. πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής, η καθηγήτρια Ευσταθία Παπαγεωργίου, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, ο διεθνούς φήμης βιολονίστας και ιδρυτής του Νέου Ελληνικού Κουαρτέτου Γιώργος Δεμερτζής, ο διεθνούς φήμης πιανίστας, μαέστρος και συνθέτης Δημήτρης Τουφεξής.
Ήταν μια βραδιά έμπλεη μουσικής, ιστορίας και γνώσεων, η οποία, εκκινώντας από την έκθεση, ανέδειξε ευρύτερες διαστάσεις της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Θεσσαλονίκης.
Στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, εξέχουσα θέση κατέχει η χριστιανική κοινότητα της πόλης, μία κοινότητα ακμαία, γεμάτη σφρίγος, που παρά το γεγονός ότι δεν είναι κυρίαρχη πληθυσμιακά, επιδεικνύει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και πρωτοστατεί τόσο με τη δημιουργία και τη δραστηριοποίηση σωματείων, όπως ο Σύνδεσμος Ερασιτεχνών, ο Ορφεύς, η Ομόνοια και ο Όμιλος Φιλομούσων, όσο και με τη μετάκληση σπουδαίων καλλιτεχνών.
Από το 1914, το Κρατικό Ωδείο θα ενισχύσει τη μουσική παιδεία στη Θεσσαλονίκη, παρέχοντας υψηλή μουσική κατάρτιση σε εκατοντάδες σπουδαστές, εκ των οποίων οι επτακόσιοι είναι Εβραίοι. Από άποψη κοινωνικής διαστρωμάτωσης, η φοίτηση στο Ωδείο εντοπίζεται στην αστική τάξη και τις παρυφές τη, τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα νέα μεσαία και υψηλά κοινωνικά στρώματα, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η τοπική κοινωνία είναι τόσο συνδεμένη με τη μουσική, ώστε ακόμη και τα ορφανοτροφεία, πρωτίστως το Παπάφειο, παρέχουν στους τροφίμους υψηλού επιπέδου μουσική παιδεία. Η περίθαλψη των ορφανών ξεκινά στη Θεσσαλονίκη το 1904 με το Παπάφειο και συνεχίζεται με το Ορφανοτροφείο Αρρένων Καρόλου Αλλατίνι το 1910. […]
Κάποιοι από τους Εβραίους σπουδαστές του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης θα βιώσουν τον εφιαλτικό κόσμο του στρατοπέδου συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Στο στρατόπεδο αυτό –το 90% των κρατουμένων του οποίου εξοντώθηκε-- οι ορχήστρες εξυπηρετούσαν πολλαπλούς σκοπούς: παιάνιζαν κατά την άφιξη των νέων αποστολών προς παραπλάνηση των εκτοπισμένων ως προς τις συνθήκες που θα συναντούσαν εκεί, κατά την αναχώρηση των ομάδων καταναγκαστικής εργασίας και κατά την επιστροφή τους, όπως συχνά και κατά τη διάρκεια των εκτελέσεων. Στην ανδρική ορχήστρα συμμετείχαν τουλάχιστον επτά Έλληνες Εβραίοι. Ανάμεσά τους ο ακορντεονίστας Μισέλ Ασσαέλ και ο φίλος του ιατρός Αλμπέρ Μενασέ. Αμφότεροι επιβίωσαν λόγω της συμμετοχής τους στην ορχήστρα και μετά τον πόλεμο σταδιοδρόμησαν στις ΗΠΑ. Από τους πλέον διακεκριμένους μουσικούς που δίδαξαν στο Κρατικό Ωδείο ήταν ο Λώρης Μαργαρίτης, σολίστ με διεθνή αναγνώριση ιδιαίτερα στους μουσικούς κύκλους της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου, και καθηγητής πιάνου της Ακαδημίας του Σάλτζμπουργκ. Το 1925 ο Μαργαρίτης παντρεύτηκε την πρώην μαθήτριά του, πιανίστα Ίντα Ρόζενκρατς. Το ζεύγος έδωσε πολλές συναυλίες με έργα για δύο πιάνα. Λόγω τη εβραϊκής καταγωγής της Ίντας, αντιμετώπισαν δυσκολίες κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Γεώργιος Κωνσταντινίδης- Ευάγγελος Χεκίμογλου |
(Απόσπασμα από την εισαγωγή του καταλόγου της έκθεσης Στην ίδια πόλη. Χριστιανοί και Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη, έκδοση του Ιδρύματος της Βουλής, Αθήνα 2022)