Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Διαδικτυακή εκδήλωση «Ο Τακτικός Στρατός στην Επανάσταση»

Με αφορμή την έκδοση της «Ιστορίας του τακτικού στρατού της Ελλάδος 1821-1833» του Χρήστου Βυζάντιου, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, 15 Απριλίου 2021 διαδικτυακή εκδήλωση με ομιλητές τους επιστημονικούς επιμελητές της έκδοσης,  ΔιονύσηΤζάκη, Επίκουρο Καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, και Νίκο Θεοτοκά, Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Την εκδήλωση συντόνισε ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος, πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής και υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.
 
Στην εισήγησή του, ο  Διονύσης Τζάκης,  επικεντρώθηκε στη βιογραφία του Χρήστου Βυζάντιου: Κωνσταντινοπολίτης, γόνος εύπορης οικογένειας, γαλλομαθής, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή πριν έλθει στα τέλη του 1824 σε ηλικία 19 ετών στην επαναστατημένη Ελλάδα για να καταταγεί ως εθελοντής στο νεοσύστατο ελληνικό στρατό. Ως στρατιώτης του πεζικού και στη συνέχεια ως χαμηλόβαθμος αξιωματικός, έλαβε μέρος το 1826 στην πολιορκία της Καρύστου, στις μάχες του Χαϊδαρίου, στην επιχείρηση ενίσχυσης των πολιορκημένων του «Κάστρου» της Αθήνας, και την επόμενη χρονιά στην εκστρατεία της Χίου. Στη συνέχεια περιέγραψε την εξέλιξη του Βυζάντιου στη στρατιωτική  ιεραρχία, από  το βαθμό του ανθυπολοχαγού το 1833 και υπασπιστή στη Σχολή Ευελπίδων έως τον βαθμό του συνταγματάρχη, με την αποστράτευσή του το 1866. Σταδιοδρομία που διακόπηκε δύο φορές, με την απομάκρυνσή του από την ενεργό υπηρεσία το 1840 και το 1845, τη δεύτερη φορά λόγω της αρθρογραφίας του εναντίον του Πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη, στον οποίο απέδιδε σχέδια για διάλυση του τακτικού στρατού και αντικατάστασή του από ημι-τακτικούς σχηματισμούς.  Τέλος, αναφέρθηκε στην πολεμική του δράση στις εξεγέρσεις της Θεσσαλίας (1854) και της Κρήτης (1866) μετά την αποστρατεία του, αλλά και στη δραστήρια εμπλοκή του στα αλυτρωτικά κινήματα και τις εξεγέρσεις των Σέρβων εναντίον των Οθωμανών, λίγο πριν τον θάνατό του, το 1877.
 
Αποτιμώντας τη συνολική προσφορά του Χρήστου Βυζάντιου, με ιδιαίτερη αναφορά στο συγγραφικό και μεταφραστικό του έργο, ο Διονύσης Τζάκης επισήμανε τη δραστήρια και παραγωγική συμβολή του στην οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών μηχανισμών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, της Χωροφυλακής και της Εθνοφυλακής, καθώς και στη δημιουργία αυτοχρηματοδοτούμενου ταμείου αρωγής στις οικογένειες των απομάχων, πρόδρομο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Παρόλο που ο Βυζάντιος δεν έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση, το βιβλίο του για τον τακτικό στρατό αποτελεί μια σπάνια ιστοριογραφική πηγή. Διέπεται από την αφοσίωσή του στην ιδέα της  επιχειρησιακής ανωτερότητας της τακτικής στρατιωτικής οργάνωσης αλλά και από την προσήλωσή του στους στόχους της εθνικής ιδεολογίας, της ανεξάρτητης ύπαρξης και επέκτασης του ελληνικού κράτους, όπως αποκρυσταλλώθηκε με τη Μεγάλη Ιδέα. 
 
Ο Νίκος Θεοτοκάς ξεκίνησε την ομιλία του με την επισήμανση ότι «σήμερα η ματιά μας για το 1821 μοιάζει να μπολιάζεται με την ιδέα  ότι η Ελληνική Επανάσταση εντάσσεται στην οικουμενική δυναμική των μεγάλων κοινωνικών πολιτικών και ιδεολογικών ανατροπών που σφράγισαν τη νεωτερικότητα στην Ευρώπη και στον κόσμο». Όπως είπε χαρακτηριστικά, «θα μπορούσαμε να ξαναδούμε το ’21 όχι πια ως την “ιερή στιγμή του ελληνικού έθνους” που ξυπνά από τον “μεγάλο ύπνο” αλλά σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, που ξεκινά από τις νέες ιδέες και τις μεγάλες επαναστάσεις, την Αμερικανική και τη Γαλλική, και έχει τις ρίζες του στις πολύ πιο παλιές ρωγμές και κρίσεις του Παλαιού Καθεστώτος».
 
Θεωρώντας χρήσιμο να συνεξετασθούν στο ίδιο πλαίσιο οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τα χρόνια του Σελίμ Β΄ ως τον Μαχμούτ τον Β΄, ο Νίκος Θεοτοκάς έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο παράδειγμα της Αιγύπτου του Μωχάμετ Άλι και της εισβολής της στρατιάς του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Υποστήριξε ότι θα πρέπει να ξαναδούμε την περίπτωση των Ευρωπαίων αξιωματικών του Ιμπραήμ μέσα από το ίδιο ερμηνευτικό πρίσμα που αντιμετωπίζουμε τους Φιλέλληνες ομολόγους τους και παλιούς συμπολεμιστές τους: να τους σκεφτούμε ως πρόσωπα που μετέφεραν στην Ανατολή τους κόσμους και τους τρόπους της Δύσης. 
Επισήμανε τα όρια του κλεφτοπόλεμου που διεξαγόταν από άτακτα σώματα αγροτών και ποιμένων υπό τη φυσική ηγεσία καπετάνιων του Μωριά, παλιών κλεφταρματολών της Ρούμελης και Σουλιωτών οπλαρχηγών, εξαρτημένων κατά κανόνα από τοπικούς άρχοντες. Τη συνειδητοποίηση της ανάγκης ανάπτυξης νέων τρόπων οργάνωσης του στρατού, με τη διεξαγωγή του πολέμου όχι μόνο στις κλεισούρες αλλά και στις πεδιάδες, με τακτικούς σχηματισμούς, υποστήριξη πυροβολικού, με την εισαγωγή νεωτερισμών όπως χτιστά ταμπούρια, με τη στρατηγική αποκοπής της τροφοδοσίας του εχθρού, την κεντρική σημασία του ναυτικού πολέμου, τη σταδιακή υπαγωγή των καπετάνιων στον πολεμικό αρχηγό που ορίζει η κεντρική διοίκηση.
 
Στις νέες αυτές προκλήσεις προσπάθησε να ανταποκριθεί ο νεοσύστατος και ολιγάριθμος τακτικός στρατός, που απαρτιζόταν από «ξενομερίτες», φιλέλληνες από τη Δύση και  Έλληνες κυρίως από τη Μικρά Ασία και τη Μακεδονία, όπου η επανάσταση ξεκίνησε αλλά δεν μπόρεσε να συνεχιστεί.  Ανάμεσα στις λίγες επιτυχημένες επιχειρήσεις αυτού του στρατού συγκαταλέγονται οι μάχες στο Κομπότι και στο Χαϊδάρι, καθώς και η ενίσχυση των πολιορκημένων στην Ακρόπολη. Και ο Νίκος Θεοτοκάς κατέληξε λέγοντας ότι οι άνθρωποι και τα ανθρώπινα σύνολα αλλάζουν, καθώς εμπλέκονται σε διαδικασίες ανατροπών. Και ότι οι επαναστάσεις φτιάχνουν οι ίδιες τους όρους της αναπαραγωγής τους, αφήνοντας πίσω καθορισμούς των παλιών κόσμων.

Video Εκδηλωσης

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ημερομηνίες: